19/11/2025
Αρθρογραφίαπρώτη σελίδα

Μια αποτυχημένη επανάσταση: «η Συντηρητική Επανάσταση», του Julius Evola

του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

Μια πτυχή της προσωπικότητας και του έργου του Julius Evola που δεν έχει ακόμη διερευνηθεί και αναλυθεί πλήρως, είναι αυτή του πολιτιστικού υποστηρικτή, του πολιτιστικού οργανωτή. Προσπάθησε – ανάμεσα σε όλα – να εκσυγχρονίσει και να δώσει και άλλα πνευματικά όπλα στον πολιτισμό της Ιταλίας των αρχών του εικοστού αιώνα, ανακτώντας παραμελημένους ή ξεχασμένους συγγραφείς, παρουσιάζοντας ότι νέο και αντικομφορμιστικό συνέβαινε εκτός των συνόρων, χωρίς προκαταλήψεις, διαδίδοντας νέες τάσεις, εντοπίζοντας αξιοσημείωτες καινοτομίες.Ο Evola προώθησε ή προσπάθησε να προωθήσει, να μεταφράσει και να παρουσιάσει υλικό των Bachofen, Weininger, Meyrink, Spengler, Junger, Schmitt,για να αναφέρουμε μόνο τα πιο σημαντικά ονόματα. Στο βιβλίο «Ο «Εργάτης» στη σκέψη του Εrnst Junger», πέρα από την κριτική και ανάλυση του πιο σημαντικού εθνικοεπαναστατικού ιδεολογικού βιβλίου του 20ου αιώνα, «Ο Εργάτης», υπάρχουν και άλλα κείμενα του Ιταλού. Ένα από αυτά σας παραθέτω παρακάτω και αφορά μια κριτική του σε ένα σημαντικό κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας:

«Μια αποτυχημένη επανάσταση: η Συντηρητική Επανάσταση» (Ιταλική Επιθεώρηση, τ. 33, Ρώμη, Ιούνιος 1952)
Όσοι σήμερα κρίνουν τις πολιτικές καινοτομίες που χαρακτήρισαν τη σύγχρονη Γερμανία – εννοούμε εκείνες που ξεκίνησαν αμέσως μετά τον πόλεμο, οι οποίες αναπτύχθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οδηγώντας στην έλευση του “Τρίτου Ράιχ” του Hitler, ακολουθώντας την αντίθετη κατεύθυνση από τον Μαρξισμό – συνήθως αρκούνται σε απλοϊκές φόρμουλες, όπως φασισμός, κρυπτοφασισμός, ναζισμός, ρατσισμός: φόρμουλες που μπορεί να είναι χρήσιμες σε μικροπρεπείς πολεμικές, αλλά που δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη την πραγματικότητα, η οποία είναι πολύ πιο περίπλοκη και διαφοροποιημένη. Στην πραγματικότητα, κατά την προαναφερθείσα περίοδο, πολλαπλές επιρροές ασκούσαν επιρροή στη Γερμανία που δεν μπορούν να ταυτιστούν με τον Εθνικοσοσιαλισμό, όπως είναι συνήθως γνωστός. Οι κυριότερες συνδέονται μάλλον με ένα ρεύμα που μπορεί να χαρακτηριστεί με τον τύπο «Συντηρητική Επανάσταση» και ο οποίος φαίνεται σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητος από τον «Χιτλερισμό», ακόμη και αν η παρέμβαση σε αυτόν δεν έχει αποφευχθεί και σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει συγκλίνει με αυτόν. Γενικά, λίγα είναι γνωστά για όλα αυτά εκτός Γερμανίας. Συνεπώς η συμβολή του Ελβετού ιστορικού Armin Mohler είναι ανεκτίμητη, με ένα πρόσφατο, τεκμηριωμένο και συστηματικό έργο, το οποίο στοχεύει ακριβώς να ρίξει φως στους εκφραστές και τις ιδέες της «Συντηρητικής Επανάστασης» στη Γερμανία, εξετάζοντάς την ουσιαστικά στην περίοδο από το 1918 έως το 1932, δηλαδή μέχρι την άνοδο του Hitler στην εξουσία.

Η «Συντηρητική Επανάσταση» είναι μια έννοια που – εν μέρει αντίστοιχη με τη γαλλική έννοια της αντι-επανάστασης (Maurras, De Poncins) – δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη ιστορική κατάσταση της Γερμανίας και γενικότερα, των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Όπως ορθώς τονίζει ο Mohler, σε αυτές τις χώρες ολόκληρος ο ιδεολογικός κόσμος που συνδέεται με τη Γαλλική Επανάσταση, δεν κέρδισε ποτέ τόση απήχηση όσο στα περισσότερα άλλα Ευρωπαϊκά έθνη. Μάλιστα συχνά γινόταν αντιληπτή ως κάτι ξένο, που διαστρεβλώνει την αρχαιότερη και γνήσια παράδοσή τους. Σε αυτή τη βάση υπήρξε μια πραγματική αντίδραση σε διάφορους κύκλους – αλλά «αντίδραση» όχι με την χυδαία έννοια μιας ταξικής πολεμικής, αλλά μάλλον ως ανάγκη για μια επαναστατική ανανέωση, για να απομακρυνθούν εξωγενείς και καταρρέουσες σκουριές και επιρροές, χωρίς απλώς να θέλουμε να αποκαταστήσουμε το χθες και να επιστρέψουμε στο παλιό καθεστώς. Επομένως, στον αναφερόμενο τύπο (ο οποίος φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον Hofmannsthal) ο όρος «Επανάσταση» αποκτά μια πολύ διαφορετική σημασία από εκείνον τον προοδευτικό. Δεν προσδιορίζει μια βίαιη «εξελικτική» φάση, αλλά μια αναπλαστική δράση που ξεκινά από διαχρονικές αξίες.

Συντηρώντας με πίστη αυτές τις αξίες και αντιδρώντας ώστε αναστηθούν από τις ρίζες τους, αυτή είναι η βασική στάση. Ο Möller van den Bruck, ο οποίος ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους αυτού του κινήματος, έγραψε ως εξής:«Ο συντηρητισμός έχει την αιωνιότητα από μόνος του… Το να είσαι συντηρητικός δεν σημαίνει να είσαι προσκολλημένος σε ότι υπήρξε, αλλά να ζεις από ότι ισχύει πάντα». Ο ίδιος ο van den Bruck είχε επινοήσει τον όρο «Τρίτο Ράιχ», ο οποίος στη συνέχεια θα υιοθετούνταν – καταχρηστικά και σφετεριστικά, σύμφωνα με κάποιους υποστηρικτές της «Συντηρητικής Επανάστασης» – από τον Εθνικοσοσιαλισμό. Το γεγονός είναι ότι για το εν λόγω ρεύμα, η ίδια η Γερμανία του Γουλιέλμου (που αντιστοιχεί στο Δεύτερο Ράιχ, με το Πρώτο Ράιχ να είναι η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) δεν φαινόταν να αποτελεί υλοποίηση της ιδέας που αυτή υπερασπιζόταν.

Πίσω από μια φεουδαρχία που ήταν μόνο επιφανειακή και μαζί με πολλή ρητορική, στην εποχή του Γουλιέλμου, πολλαπλές οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις θα είχαν μάλλον δημιουργήσει μορφές, που απείχαν πολύ από το να εκφράσουν αυτό που κάποιοι ονόμαζαν «das geheime Deutschland», τη «μυστική Γερμανία»*. Η αναγέννηση, ή μάλλον, η ώθηση για μια αναγέννηση, επρόκειτο να έρθει μόνο με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και μετά από αυτόν. Από αυτή την άποψη έχει ειπωθεί ακόμη και ότι η νίκη της Γερμανίας του Γουλιέλμου, θα ήταν η ήττα αυτής της «μυστικής Γερμανίας». Ο πόλεμος ως εμπειρία ερμηνεύεται εδώ ως κάθαρση, ως διαδικασία καθαρισμού και απελευθέρωσης (Thomas Mann): μια διάκριση από τη ρητορική, από τους ψευδείς ιδεαλισμούς, από τα μεγάλα λόγια (H. Fischer), και μόνο με αυτή την έννοια, τον μηδενισμό («θετικός μηδενισμός»). Μια σχολή «ηρωικού ρεαλισμού» που απαιτεί από το άτομο να φτάσει σε εκείνο το βάθος της ύπαρξης, όπου καμία καταστροφή δεν μπορεί εκεί να φτάσει». (E. Junger). Την στρατιωτική ήττα θα έπρεπε επομένως να ακολουθήσει η ανάκαμψη, το Τρίτο Ράιχ, το αληθινό, βασισμένο σε μια σχεδόν εσωτερική παράδοση, της οποίας ο στόχος δεν ήταν η απλή κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, αλλά μια πνευματική επανάσταση και η πιστότητα στην καθαρή ιδέα.

Όλα αυτά επομένως, εκδηλώνονταν λίγο-πολύ μόνο σε υπόγειες και διάσπαρτες φλέβες, σε μικρές ομάδες, σε κύκλους, σε «Τάγματα», σε περιοδικά, σε εκδοτικά κέντρα. Στην μεταπολεμική περίοδο (1918), ενστικτώδεις εκφραστές του ίδιου πνεύματος ήταν ήδη τα Freikorps, τα εθελοντικά σώματα – όπως αυτό των χωρών της Βαλτικής και του γνωστού διοικητή Ehrhardt – με τον αντικομμουνιστικό αγώνα τους και τις μάχες τους σε αταξία, σε χαμένες θέσεις και μάχες. Οι πιο συμπαγείς σχηματισμοί ήταν αυτοί που είχαν σκοπό να τροφοδοτήσουν μια ήδη πολιτική συμμαχία, όπως οι «Χαλυβδόκρανοι» (Stahlhelm), των Seldte και Dusterberg. Ο ίδιος ο στρατός, η Reichwer, γνώρισε μόνο ένα είδος μεσοβασιλείας, κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ήταν πιστός στην νόμιμη κυβέρνηση, αλλά διατήρησε αυστηρή προσήλωση στις ιδέες της «Συντηρητικής Επανάστασης» και της αυτονομίας της: μια αυτονομία που (μαζί με στοιχεία της διπλωματίας σταδιοδρομίας και της βιομηχανίας) δεν υποτίθεται ότι θα έχανε εντελώς κατά την ίδια περίοδο με αυτή του Hitler. Συνολικά ο στόχος ήταν ένα οργανικό και ενιαίο, αλλά όχι ολοκληρωτικό σύστημα, απαλλαγμένο από τον φανατικό μαζικό τυφλό εθνικισμό, ξεπερνώντας τον ατομικισμό, τον ορθολογισμό και τον Διαφωτισμό μέσω ποιοτικών και ιεραρχικών αξιών. Όλα αυτά περισσότερο ως στάση, παρά ως θεωρία ή ακριβές πολιτικό πρόγραμμα. Ο van den Bruck ορθώς κατηγορεί την «Συντηρητική Επανάσταση» για μια ορισμένη «ανορθολογικότητα» και υποδεικνύει τι θα έπρεπε να συνιστούσε την κατωτερότητα της σε σχέση με τις μεθόδους του κόμματος, που αργότερα κατέκτησε την εξουσία: η αποστροφή να στραφεί κανείς στις δυνάμεις και να δράσει μέσω αυτών, η αποστροφή για την προπαγάνδα και τον πολιτικό αγώνα με τη σύγχρονη έννοια, η πεποίθηση ότι, όπως και σε άλλες εποχές, ο αποφασιστικός παράγοντας έπρεπε να είναι η δύναμη του κύρους και της παράδοσης.

Επομένως όπως έχει ειπωθεί, στο μυαλό πολλών, το Εθνικοσοσιαλιστικό “Τρίτο Ράιχ” αντιπροσώπευε μια υποκατάσταση και μια απομίμηση και όχι την πραγματοποίηση του “Τρίτου Ράιχ” που ήλπιζε το εν λόγω ρεύμα. Φυσικά στο μείγμα ιδεών και τάσεων που συνυπάρχουν στον Εθνικοσοσιαλισμό, υπάρχουν και κάποιες που ανήκουν επίσης στην «Συντηρητική Επανάσταση». Αλλά όπως ορθώς σημειώνει ο Mohler, εδώ προκύπτει το πρόβλημα του βαθμού στον οποίο μια θεωρία μπορεί πραγματικά να θεωρηθεί υπεύθυνη για εφαρμογές, που δεν συμμορφώνονται με αυτήν. Εντός του Συντηρητικοεπαναστατικού στρατοπέδου, υπήρχαν πολλοί εκείνοι που προσχώρησαν στον Εθνικοσοσιαλισμό, ελπίζοντας να επιτύχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα ενεργώντας στο πλαίσιο αυτού**, αλλά υπήρχαν και αρκετοί, που μετά από μια συνάντηση που τους απογοήτευσε, τον εγκατέλειψαν, αλλά και εκείνοι που τον πολέμησαν από την αρχή, θέτοντας τους εαυτούς τους στη γραμμή μιας λίγο πολύ λανθάνουσας εξέγερσης. Και οι αποστασίες αντισταθμίστηκαν από έναν σημαντικό φόρο τιμής αίματος που πλήρωσε η «Συντηρητική Επανάσταση», καθώς πολλοί από τους υποστηρικτές της έπεσαν θύματα της καταστολής τόσο της 30ής Ιουνίου 1934 και κάποιοι σε εκείνη της 20ής Ιουλίου 1944 (μια στρατιωτική συνωμοσία εναντίον του Hitler, στην οποία ο ρόλος που έπαιξαν στοιχεία αυτού του ρεύματος είναι ακόμη ελάχιστα γνωστός).

Ο Mohler ειδικότερα, αφιέρωσε ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου του προσπαθώντας να προσδιορίσει την «κοσμοθεωρία» – Weltanschauung – που είναι λίγο πολύ κοινή στα διάφορα συντηρητικoεπαναστατικά ρεύματα. Η πλαισίωση του ωστόσο, απαιτεί κάποιες επιφυλάξεις. Πρώτα από όλα μας φαίνεται ότι ο συγγραφέας έχει δώσει υπερβολική έμφαση σε ένα ιδανικό επίπεδο και πολύ λίγη στις πολιτικές μορφές που θα μπορούσαν πραγματικά να αντιστοιχούν στο πνεύμα του κινήματος. Όσον αφορά την πολιτική κυριαρχία, μας φαίνεται ότι υπερτονίζει το χάσμα που υποτίθεται ότι υπήρχε μεταξύ αυτών των ρευμάτων και του αληθινού συντηρητισμού, συμπεριλαμβανομένου και αυτού με μοναρχική τάση, ένα χάσμα που στην πραγματικότητα στη Γερμανία δεν ήταν τόσο μεγάλο και γενικό, όσο θα οδηγούσε κανείς να πιστέψει διαβάζοντας το βιβλίο του. Η αρνητική διαδικασία εναντίον του ίδιου του “Δεύτερου Ράιχ”, διεξήχθη μόνο από εξτρεμιστικά στοιχεία, τα οποία φαινόταν να έχουν ελάχιστη ανάμνηση του ρόλου που έπαιξε η παράδοση του Φρειδερίκου στο ίδιο το “Δεύτερο Ράιχ”. Όσο για το όραμά του για τον κόσμο, ο Mohler βασίζεται στην αντίθεση που υπάρχει μεταξύ δύο γενικών αντιλήψεων, τις οποίες αποκαλεί γραμμική τη μία και κυκλική την άλλη. Σύμφωνα με την πρώτη, η ιστορία είναι ανάπτυξη, καινοτομία, εξέλιξη, τείνει προς έναν τελικό όρο που την δικαιολογεί – αυτή είναι η αντίληψη που είναι τυπική των διαφόρων προοδευτικών ρευμάτων, αλλά και του Χριστιανισμού, καθώς έλκεται προς ένα «τέλος των καιρών». Η δεύτερη αντίληψη, θα βασιζόταν αντίθετα στην ιδέα της «αιώνιας επιστροφής», της επανάληψης των ίδιων μορφών – και αυτή θα ήταν η βασική άποψη της «Συντηρητικής Επανάστασης. Κατά τη γνώμη μας λοιπόν, η αντίθεση με αυτούς τους όρους δεν είναι καλά διατυπωμένη. Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να μιλά κάποιος για «ιστορικισμό και αντιιστορικισμό», για έναν «πολιτισμό του είναι» και έναν «πολιτισμό του γίγνεσθαι». Δεν πρόκειται το να περιμένει την επιστροφή των ίδιων μορφών (Vico, Spengler), αλλά μάλλον για το να μην πιστεύει όσον αφορά τις θεμελιώδεις αξίες, ότι κάτι αλλάζει. Να αναγνωρίσει μια κανονιστική τάξη που περιέχει a priori και ab initio («εκ των προτέρων» και»από την αρχή») όλες τις αρχές, χωρίς τις οποίες ένας κανονικός πολιτισμός και μια κοινωνία είναι αδιανόητες.

Αυτό οδηγεί σε μια ακόμη κριτική του μοντέλου του Mohler, το οποίο βασίζεται υπερβολικά σε νιτσεϊκές απόψεις και σε έναν Ιμμενεντισμό (ΣτΜ. είναι μια φιλοσοφική και ιδεατή τάση που υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα δεν έχει «κάτι παραπέρα» από αυτήν που γνωρίζουμε) που, για να πούμε την αλήθεια, δεν ταιριάζει απόλυτα στο πνεύμα του αληθινού συντηρητισμού, είτε του επαναστατικού είτε μη επαναστατικού. Ο Mohler αποδίδει σε αυτό μια «αντιχριστιανική» τάση, επειδή η θεμελιώδης απαίτηση του υπό συζήτηση ρεύματος θα ήταν η ενότητα, η ολότητα (Ganzheit), ενώ ο Χριστιανισμός χαρακτηρίζεται από δυϊσμό, από τον διαχωρισμό μεταξύ δύο πραγμάτων, εκ των οποίων το ένα δεν έχει την ίδια αξία με το άλλο. Τώρα εδώ, θα πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ του ενός δυϊσμού και του άλλου δυϊσμού, επειδή αν υπάρχει ένας αναβλητικός δυϊσμός, υπάρχει ένας άλλος που είναι η προϋπόθεση για κάθε διαμορφωτική δράση με την παραδοσιακή έννοια.

Αν δεν μπορούμε να διακρίνουμε έναν άλλο, ανώτερο, ιδανικό και υπερβατικό κόσμο, χάνεται η ίδια η δυνατότητα σύλληψης μιας δράσης από τα πάνω, μιας ιεραρχίας, μιας υπερυψωμένης εξουσίας και επομένως του θεμελίου, χωρίς το οποίο δεν μπορεί πλέον να μιλήσει κανείς για Συντηρητισμό ή ακόμα και για Συντηρητική Επανάσταση (κάτι που ο ίδιος ο Καθολικισμός αναγνώρισε στην καλύτερή του περίοδο, μέχρι τους De Maistre, Bonald και Donoso Cortès). Αλλά έτσι ακολουθούνται προβληματικά μονοπάτια, μονοπάτια στα οποία μάλιστα έχουν καταλήξει αρκετοί από τους συγγραφείς που αναφέρει ο Mohler. Θα πρέπει επομένως να εισαχθούν, διαφορετικές οπτικές γωνίες για να χαρακτηρίσουν πνευματικά τα καλύτερα ρεύματα της αυθεντικής «Συντηρητικής Επανάστασης», προς μια πιο επαρκή διάκριση. Πολιτικώς είναι σωστό να τους αναγνωρίσουμε, όπως και ο Mohler, μια θέση τριπλής ανεξαρτησίας: ανεξαρτησίας απέναντι στον μαρξισμό, είτε στον συντηρητισμού με τη χειρότερη έννοια, είτε στον εθνικοσοσιαλισμό.

Μόλις αυτό αναγνωριστεί, είναι φυσικό για τον Mohler, έστω και για λίγο στο τέλος του βιβλίου, να αναρωτηθεί αν τέτοιες θέσεις είναι εντελώς ξεπερασμένες ή αν ίσως ανακτήσουν κάποια σημασία, διότι δεδομένου ότι καταστάσεις παρόμοιες με εκείνες της μεταπολεμικής περιόδου, επαναλαμβάνονται σήμερα, είναι πιθανό να επαναληφθούν και οι ίδιες απαιτήσεις για μια «Τρίτη δύναμη» – μια δύναμη που θα πρέπει να αποστασιοποιηθεί τόσο από τον Κομμουνισμό όσο και από τον Εθνικοσοσιαλισμό, τόσο από τον «προοδευτισμό» όσο και από την «αντίδραση», όρους που και οι δύο χρησιμοποιούνται υπερβολικά. Αυτό ωστόσο, παραμένει ένα ξεχωριστό ζήτημα. Ουσιαστικά, με αυτές τις σημειώσεις θέλαμε να αναδείξουμε μια σημαντική συμβολή στην ιστορία του χθες, η οποία μας επιτρέπει να κατανοήσουμε εκείνες τις πτυχές της Γερμανίας που είναι λιγότερο ορατές, πιο μυστικές, αλλά τελικά και πιο σημαντικές και ουσιαστικές από εκείνες, που έχουν έρθει στο προσκήνιο στα τραγικά γεγονότα των οποίων οι συνέπειες, εξακολουθεί να υφίσταται η Ευρώπη.

* Η έκφραση «μυστική Γερμανία» χρονολογείται από τον δέκατο όγδοο αιώνα, στην περίοδο των Ροδόσταυρων, των οποίων η «συνάντηση», σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, ήταν η «Γερμανία». Όσον αφορά την ίδια την έννοια του Ράιχ, ειδικά το κίνημα των «Νέων Συντηρητικών» με επικεφαλής τον van den Bruck και τον Baron von Gleichen, τη διατύπωσε με ουσιαστικά πνευματικούς όρους: όχι μόνο το εθνικοσιαλιστικό κράτος αντιστοιχούσε σε αυτόν τον όρο, αλλά ούτε καν εκείνο του Βίσμαρκ, καθώς επρόκειτο για πολιτικές μορφές που ταλαντεύονταν μεταξύ του εθνικού κράτους και του ιμπεριαλιστικού κράτους.

** Ο Mohler σημειώνει ότι οι τάσεις για τη δημιουργία, κατά τη διάρκεια του Εθνικοσοσιαλισμού, ενός είδους Κράτους εν τω Κράτει, ενός είδους Τάξης, σε αντίθεση με το μαζικό κόμμα, επηρεάστηκαν από τις ιδέες της Συντηρητικής Επανάστασης. Και εδώ θα ήταν ενδιαφέρον να μελετήσουμε τον ρόλο που διαδραματίζουν τέτοιες τάσεις μέσα στα ίδια τα SS, μια οργάνωση της οποίας γνωρίζουμε μόνο τις πιο αποσπασματικές και πολεμικές πτυχές. Γενικά κρίνει λάθος τη ναζιστική Γερμανία, όποιος δεν της αναγνωρίζει ένα απλό σύνολο αντιτιθέμενων δυνάμεων, οι οποίες ενώθηκαν μόνο με σκοπό την επίλυση ορισμένων επειγόντων εθνικών προβλημάτων και απέναντι σε μη γερμανικές επιρροές, δυνάμεις που ωστόσο η καθεμία στόχευε στο να δώσει τη δική της μορφή σε ολόκληρη τη Γερμανία. Η πτέρυγα με επικεφαλής τον Goering (με εκπροσώπους της παλιάς Reichswehr), τον ίδιο τον Himler και στοιχεία της διπλωματίας, μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς ως η πτέρυγα που αντανακλούσε, λίγο πολύ παραμορφωμένη, στη Συντηρητική Επαναστατική τάση, ενώ η ναζιστική τάση συνδεόταν με τον Hitler, τον Goebbels, τον Ley και εν μέρει και με τον Rosenberg.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

18 Νοεμβρίου 1943: η εκτέλεση του ηγέτη του ΜΑΒΗ Βασίλειου Σαχίνη

Mixalis

Έρχεται το τέλος και για τον Ian Gillan: «Χάνω την όρασή μου»

Mixalis

Αιδώς… Πολυτεχνείο

Mixalis