του Βαγγέλη Δεμερτζούδη
Η επικράτηση του Ζόραν Μαμντάνι για την δημαρχία της Νέας Υόρκης χαιρετίστηκε ως ένας πολιτικός σεισμός και έγινε δεκτός με πανηγυρισμούς από τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς του «προοδευτισμού». Ο Μαμντάνι ο οποίος είναι μέλος της ριζοσπαστικής Αριστεράς του Δημοκρατικού Κόμματος και ανερχόμενη προσωπικότητα της ευρύτερης Αριστεράς των ΗΠΑ, παρουσιάστηκε από το μιντιακό κατεστημένο ως ένα «πυροτέχνημα» που προέρχεται από τα «γκετό» και το οποίο εκλέχθηκε κοντρά στη πλουτοκρατία της Νέας Υόρκης με μία προεκλογική καμπάνια που στηριζόταν μονάχα από τον εθελοντισμό των υποστηρικτών του. Ωστόσο η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Ο Μαμντάνι όχι μόνο δεν προέρχεται από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα αλλά ο πατέρας του είναι ακαδημαϊκός στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια και η μητέρα του γνωστή σκηνοθέτης. Μάλιστα η προεκλογική του εκστρατεία χρηματοδοτήθηκε από τον Σόρος ενώ γνωστή είναι και η φωτογραφία με τους δυό τους να βρίσκονται αγκαλιά.
Φυσικά η νίκη του Μαμντάνι προκάλεσε τον ενθουσιασμό στη διεθνή Αριστερά του αστικού προοδευτισμού η οποία βρήκε τον νέο της ήρωα. Η σκληρή γλώσσα του Μαμντάνι απέναντι στον Τράμπ τον καθιστά το αντίπαλο δέος απέναντι στον Αμερικάνο πρόεδρο και το νέο εκλεκτό που θα επιδείξει και θα προμοτάρει το σύστημα της παγκοσμιοποίησης. Η Νέα Υόρκη θα καταστεί η νησίδα της woke αριστεράς και του παγκοσμιοποιητικού εκφυλισμού, η πρωτεύουσα της μεταμοντέρνας αριστερο-καπιταλιστικής αθλιότητας, το σύμβολο των «συμπεριληπτικών» αφηγημάτων.
Και αυτό είναι το σύστημα που λειτουργεί γενικότερα στις δυτικές μητροπόλεις: Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο, Ρώμη. Ίσως σύντομα και στην Αθήνα. Όλες οι μεγάλες πόλεις της Δύσης βρίσκονται στη μέγγενη της ίδιας ιδεολογίας. Πολυφυλετισμός και γκετοποίηση (στα όρια της ισλαμοποίησης), ένα απορυθμισμένο αστικό τοπίο από την βάρβαρη καπιταλιστική ανάπτυξη, πολιτικορθή ηθικολογία. Πλέον οι δυτικές μητροπόλεις έχουν πάψει να είναι αυτό που ήταν κατά τον 20ο αιώνα: πρωτοποριακά εργαστηρία στο τομέα του πνεύματος και των τεχνών αλλά και στην βιομηχανική παραγωγή. Πλέον ευδοκιμεί η επικοινωνία, η εικόνα και η ηθική συναίνεση. Σε αυτό το πλαίσιο η αριστερά υπερέχει: πουλάει ηθική αντί για αποτελέσματα και ένταξη αντί για αποτελεσματικότητα. Η γλώσσα και ο συμβολισμός έχουν αντικαταστήσει την δράση και ο «κοινωνικός έπαινος» έχει αντικαταστήσει τα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οι αποφάσεις πρέπει να είναι «σωστές», «συμπεριληπτικές», «ηθικές» και άρα πολιτικά ορθές. Το μόνο που αυξάνεται είναι η ρητορική της «συμπεριληπτικής πόλης» πίσω από την οποία κρύβεται ένας παρασιτικός, αυτοαναφορικός και ιδιοτελής προοδευτισμός.
Φυσικά αυτό το αστικό μοντέλο ανθίζει μόνο κατώ από ένα καθεστώς υλιστικού ευημερισμού και ενός συγκεκριμένου σταδίου της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Έτσι η εργασία μετατοπίζεται πλέον από την παραγωγή στην διαχείριση και από την οικοδόμηση στην επικοινωνία. Η αριστερά παύει να εκπροσωπεί την πραγματική εργατική τάξη αλλά μόνο ένα ιδιαίτερο στρώμα δημοσιών υπαλλήλων, ακτιβιστών, ψευδο-διανοουμένων ελίτ, στελεχών σε ανώτερα ιδρύματα, φορείς και εταιρείες. Εκεί συμπλέκεται και η εξάρτηση με το κράτος το οποίο με διάφορα προγράμματα δημοσίας δαπάνης χρηματοδοτεί όλα αυτά τα αφηγήματα. Για αυτό παρατηρούμε την υποστήριξη της νεοαριστεράς στις μητροπόλεις και την κατάρρευση της εκεί όπου οι άνθρωποι αναλαμβάνουν πραγματική εργασία, ανοικοδόμηση και κινδύνους.
Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι μία ακόμη από τις αιτίες για την εκλογή του Μαμντάνι είναι η υποστήριξη που έλαβε από μικρομεσαία στρώματα και την εργατική τάξη της Νέας Υόρκης λόγω των προεκλογικών του υποσχέσεων για την επέκταση των δημόσιων μεταφορών και την παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά ακινήτων που έχει δημιουργήσει στεγαστικό πρόβλημα. Ειδικά το τελευταίο εξελίσσεται σε μείζων πρόβλημα στην Δύση και στην Ελλάδα. Αιτήματα τα οποία όσο δεν επιλύει η νεοφιλελεύθερη Δεξιά της ελεύθερης οικονομίας, θα στέλνει τους πολίτες στην αγκαλιά αριστερών υποψηφίων.
