γράφει ο Ευριπίδης Ρηγόπουλος

Μία φορά και έναν καιρό ζούσαν σε ένα χωριό, στην άκρη της Γης, άνθρωποι καλοί και έξυπνοι. Αυτοί οι κάτοικοι είχαν μεγάλη ιστορία που πήγαινε πίσω, στα βάθη της ανθρωπότητας. Ήταν έξυπνοι, δημιουργικοί, πολυτάλαντοι και έφθασαν να κατακτήσουν πνευματικά και ουσιαστικά, όλον τον τότε γνωστό κόσμο.

Δημιούργησαν πολιτισμό αξεπέραστο, ζηλευτό από όλους τους άλλους και κατάφεραν να φτιάξουν, από εκείνη τη μικρή γωνία του κόσμου, αυτοκρατορίες ολόκληρες.
Μίλησαν για πράγματα που μέχρι τότε οι άλλοι δεν μπορούσαν ούτε καν να καταλάβουν.
Οι κάτοικοι λοιπόν αυτού του χωριού είχαν φτιάξει μεγάλα και δυνατά πλοία και ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο, όταν οι άλλοι πίστευαν ότι όλος ο κόσμος είναι ευθεία γραμμή και όχι σφαίρα. Είπαν για πολλά και δημιούργησαν πολλά περισσότερα αλλά είχαν μια κατάρα που κουβαλούσαν για πάντα μαζί. Η κατάρα τους ήταν ότι μεταξύ τους δεν ήταν ενωμένοι, σχεδόν ποτέ. Ενώνονταν μόνο όταν υπήρχε κάποιος εχθρός που απειλούσε το χωριό τους, αλλά όταν περνούσε ο κίνδυνος, ξανά τρωγόντουσαν μεταξύ τους. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Θεός, τους είχε δώσει όλη τη σοφία του κόσμου αλλά ταυτόχρονα τους έδωσε μαζί και αυτό το μεγάλο κακό.
Τα χρόνια περνούσαν και οι κάτοικοι του χωριού συνέχιζαν να ζουν, να δημιουργούν και να τσακώνονται, φυσικά, μεταξύ τους. Άλλαξαν πολλοί που αποφάσιζαν για το μέλλον και το παρόν τους, άλλοι καλοί, άλλοι κακοί, αλλά πάντα είχαν ο ένας τον άλλον και ας τσακωνόντουσαν.
Το χωριό καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε πολλές φορές ώσπου έφθασαν στο σήμερα και στο χωριό ήρθαν πάλι προβλήματα. Οι κάτοικοι ήταν μαθημένοι και έτσι λοιπόν δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στα προβλήματα. Συνέχιζαν να ζουν τις ζωές τους και άφηναν τους «μεγάλους δασκάλους» να τα αντιμετωπίζουν, πιστεύοντας ότι και πάλι θα τους σώσουν.

Νέα ήθη νέα έθιμα
Αυτή τη φορά όμως, υπήρχε κάτι διαφορετικό από τις προηγούμενες. Οι μεγάλοι δάσκαλοι δεν ενδιαφερόντουσαν για το καλό του χωριού αλλά για το καλό κάποιων άλλων. Ήθελαν να κάνουν το χωριό αλλιώτικο από ότι είναι και να φέρουν άλλα έθιμα, ξένα προς τους κατοίκους. Στην αρχή προσπάθησαν να τα παρουσιάσουν ως κάτι νέο και ωραίο και τα κατάφεραν. Οι περισσότεροι κάτοικοι αν και διστακτικοί τα δέχθηκαν γιατί πίστευαν ότι οι δάσκαλοι ήξεραν καλύτερα από αυτούς.
Έπειτα, οι μεγάλοι δάσκαλοι, αποφάσισαν ότι τα νέα ήθη δεν αρκούσαν και έπρεπε να φέρουν και νέους κατοίκους στο χωριό, οι οποίοι και θα βοηθούσαν τους προηγούμενους να αποδεχθούν πιο εύκολα το νέο τρόπο ζωής. Το ίδιο έκαναν και άλλοι μεγάλοι δάσκαλοι σε άλλα χωριά και έτσι φθάσαμε σε σημείο, όλα τα γύρω χωριά να δέχονται νέους κατοίκους, φορείς των νέων ηθών και συνηθειών, ξένα προς τους ίδιους τους κατοίκους.
Οι μέρες περνούσαν, τα χρόνια κυλούσαν και οι νέοι κάτοικοι γινόντουσαν όλο και περισσότεροι. Τα παιδιά στο σχολείο σταμάτησαν να παίζουν τα παιγνίδια που ήξεραν γιατί τα παιδιά των νέων κατοίκων έφεραν άλλα, διαφορετικά και δεν τους άρεσαν τα παλιά.
Σιγά -σιγά στα σχολεία άλλαξαν και τα μαθήματα, ακόμη και οι γιορτές, όπως των Χριστουγέννων και άλλες πολλές. Πλέον έκαναν άλλες γιορτές, αλλά τα παιδάκια των κατοίκων του χωριού σταμάτησαν γιατί δεν τους άρεσαν. Κλείστηκαν στα σπίτια τους και έπαιζαν όλη μέρα με παιγνίδια στο κινητό του μπαμπά και της μαμάς.
Οι κάτοικοι του χωριού όμως συνέχιζαν να πιστεύουν τους μεγάλους δασκάλους και στα ωραία λόγια τους και δεν ασχολούνταν με τα παιδιά τους, που κάθε μέρα γίνονταν όλο και πιο δυστυχισμένα.

Το δηλητήριο της απάθειας
Αλλά και οι ίδιοι, μέρα με την ημέρα, βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά στην απάθεια και την αδιαφορία. Είχαν αρχίσει να γίνονται ρομπότ που το μόνο που ήθελαν ήταν να αγοράζουν πράγματα για αυτούς και τα παιδιά τους.
Τα παιδιά όμως δεν ήθελαν να ζούνε έτσι και αποφάσισαν να μιλήσουν στους γονείς τους. Κάθε φορά που έδειχναν στους γονείς τους ότι είναι δυστυχισμένα, εκείνοι απλώς τους έπαιρναν ένα ακόμη δώρο γιατί έτσι πίστευαν ότι θα είναι χαρούμενα. Δεν ήξεραν όμως ότι έτσι γινόντουσαν πιο δυστυχισμένα, γιατί στην πραγματικότητα είχαν ανάγκη από άλλα πράγματα.
Ήθελαν πιο απλά πράγματα για να είναι ευτυχισμένα.
Ένα από αυτά τα παιδάκια ρώτησε μια μέρα τον μπαμπά του:

– Μπαμπά, γιατί δεν πάμε στον παππού και τη γιαγιά στο χωριό για να κάνουμε Χριστούγεννα; να παίξω με τους φίλους μου, τα ξαδερφάκια μου και να ακούσουμε τον παππού να λέει για το Χριστό που γεννήθηκε στη φάτνη;
-Γιατί δεν έχουμε λεφτά απάντησε ο μπαμπάς και συνέχισε να κοιτάει τηλεόραση.
Οι ημέρες πέρασαν και ήρθαν τα Χριστούγεννα και το παιδάκι ήταν στενοχωρημένο που δεν θα πήγαινε στο χωριό, ήταν από τις λίγες φορές μέσα στο χρόνο που ένοιωθε ότι εκεί, στο χωριό, είναι ο εαυτός του. Είναι χαρούμενο, ευτυχισμένο και ας μην είχε το ίντερνετ για να βλέπει παιδικά στο τάμπλετ της μαμάς.
Οι γονείς του παιδιού είδαν ότι το παιδί τους είναι δυστυχισμένο και αποφάσισαν να πάνε στην τράπεζα για να δανειστούν λεφτά και να του πάρουν το καλύτερο, μέχρι τότε, δώρο που είχε πάρει ποτέ. Του πήραν το δικό του τάμπλετ, γιατί έτσι πίστευαν ότι θα γίνει ξανά ευτυχισμένο και θα ξεχάσει το χωριό, τον παππού και την γιαγιά που δεν θα τους δει τα Χριστούγεννα.
Έτσι λοιπόν οι γονείς έδωσαν στο παιδάκι τους το δώρο και περίμεναν να δουν δάκρυα χαράς και ενθουσιασμού, αλλά είδαν κάτι που δεν πίστεψαν ούτε οι ίδιοι. Το παιδάκι άνοιξε το δώρο, το είδε και το άφησε εκεί που είναι. Δεν το ήθελε πια, ήθελε απλώς να πάει στο χωριό και να πει τα κάλαντα, τα παλιά, όχι αυτά τα καινούργια που τους έμαθαν στο σχολείο να λένε μαζί με τα παιδιά των νέων κατοίκων.
Τα Χριστούγεννα πέρασαν, ήρθαν κι άλλα και άλλα και άλλα και έφυγαν, αλλά τα παιδιά μεγάλωσαν και στο χωριό δεν κατάφεραν να ξαναπάνε ποτέ. Ο παππούς και η γιαγιά είχαν ξεθωριάσει πλέον από το μυαλό τους. Τα κάλαντα και τα παλιά έθιμα είχαν πλέον εξαφανιστεί, είχαν έρθει τα νέα από τα παιδιά των νέων κατοίκων που μεγάλωσαν και έκαναν και αυτοί παιδιά. Επειδή αυτά τα παιδιά ήταν περισσότερα, σιγά- σιγά έγιναν τα σχολεία μόνο για αυτούς και τα παιδιά των παλιών κατοίκων του χωριού δεν πήγαιναν πια σχολείο, αλλά καθόντουσαν στο σπίτι και έπαιζαν με τα τάμπλετ και μάθαιναν για τον κόσμο αλλά και για τα παλιά έθιμα του χωριού από το ίντερνετ.
Κάποια μέρα, μετά από χρόνια, σε κάποια σκονισμένη αποθήκη, ένα από τα παιδιά εκείνων των παιδιών βρήκε ένα βιβλίο που μιλούσε για κάτι ακαταλαβίστικα πράγματα περί «πολιτικής ορθότητας» και «πολυπολιτισμικότητας» αλλά δεν καταλάβαινε τι έγραφε. Όταν το πήγε στους γονείς του, που τότε που γράφτηκε το βιβλίο ήταν εκείνοι παιδιά, το κοίταξαν με απορία. Προσπάθησαν να θυμηθούν από πότε είναι γραμμένο αυτό, αλλά δεν μπόρεσαν . Μια λέξη μόνο κατάφερε να διαβάσει το παιδί τους και τους ρώτησε :
-Μπαμπά, μαμά, τι σημαίνει «προσωρινός»;
Εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, θυμήθηκαν αμέσως τα πάντα και έσκυψαν το κεφάλι λέγοντας με χαμηλή φωνή στο παιδί τους…

– Προσωρινοί είναι αυτό που γίναμε εμείς αγάπη μου...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *