του Ιούλιου Έβολα
μετάφραση Κωνσταντίνος Μποβιάτσος

Τον Φεβρουάριο του 1968, εμφανίστηκε στην Ιταλία μια συλλογή άρθρων του Evola με τίτλο «L’arco e la clava“ (Το τόξο και το ρόπαλο), που περιείχε και το σύνθετο και δύσκολο άρθρο “Η νεολαία, η γενιά Beat και οι δεξιοί αναρχικοί”. Στο άρθρο αυτό ο Evola, αναλύοντας το νεολαιίστικο κίνημα διαμαρτυρίας, θεώρησε την εξέγερση ενάντια στο υπάρχον σύστημα «νόμιμη», αλλά τη θεώρησε ταυτόχρονα κενή από αξίες και στερούμενη ανώτερης νομιμότητας. O Βαρόνος πραγματεύεται την κατάσταση μιας νέας γενιάς που ζει σε μια εποχή διάλυσης, χωρίς ρίζες και ένα αυθεντικό νόημα. Αυτή η «ξεριζωμένη» νεολαία στερείται δεσμών και περιορισμών, πράματα που ρύθμιζαν την ζωή παλαιότερα. Ιδιαίτερα με την κυριαρχία της αριστεράς σε πνευματικό επίπεδο, ήρθε η τελική παρακμή. Για να δούμε όμως αυτήν την σκέψη του Βαρόνου, με μερικά αποσπάσματα και σχόλια:

«Πολλά έχουν γραφτεί για το πρόβλημα της νέας γενιάς και των «νέων», πράγματι πάρα πολλά. Στις περισσότερες περιπτώσεις το θέμα δεν αξίζει καθόλου το ενδιαφέρον που του έχει αφιερωθεί και η σημασία που δίνεται μερικές φορές στη νεολαία γενικότερα, με το αντίστοιχο ενός είδους υποτίμησης όσων «δεν είναι νέοι», είναι παράλογη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε σε μια εποχή διάλυσης, οπότε η συνθήκη που τείνει να επικρατεί όλο και περισσότερο είναι αυτή του «ξεριζωμένου», εκείνου για τον οποίον η κοινωνία δεν έχει πλέον νόημα, για αυτόν δεν το έχουν ούτε καν οι περιορισμοί που ρύθμιζαν την ύπαρξη και που για την εποχή που αμέσως μας προηγήθηκε – και η οποία συνεχίζεται ακόμη σε διάφορους τομείς – ήταν μόνο αυτοί του αστικού κόσμου και της ηθικής. Φυσικά οι νέοι έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα από αυτήν την κατάσταση και από αυτή την άποψη και η ανάδειξη ορισμένων προβλημάτων μπορεί να είναι θεμιτή. Μια νέα γενιά, επομένως, απλώς υποφέρει από την κατάσταση πραγμάτων. Αυτή δεν θέτει κανένα πραγματικό πρόβλημα ώστε να βρεθεί, ας πούμε, μια λύση, κάνει απλά μια χρήση που σίγουρα μπορεί να χαρακτηριστεί ηλίθια. Όταν αυτή η νεολαία ισχυρίζεται ότι δεν γίνεται κατανοητή, η μόνη απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα για να καταλάβει. Ο υποτιθέμενος αντικομφορμισμός ορισμένων στάσεων, ανεξάρτητα από την κοινοτοπία τους, ακολουθεί κατά τ’ άλλα ένα είδος μόδας, μια νέα σύμβαση, επομένως είναι ακριβώς το αντίθετο μιας εκδήλωσης ελευθερίας. Αυτός ο τύπος «νεότητας» που ορίζεται μόνο από την ηλικία, αντιπροσωπεύεται έντονα, ειδικά στην Ιταλία. (ΣτΜ, πόσα κοινά με την σημερινή ελληνική νεολαία).

Η Δυτική Γερμανία μας παρουσιάζει ένα μάλλον διαφορετικό φαινόμενο: οι ανόητες και ξεφλουδισμένες μορφές που μόλις αναφέρθηκαν είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένες. Η νέα γενιά εκεί φαίνεται να έχει αποδεχτεί ήρεμα το γεγονός μιας ύπαρξης, στην οποία δεν χρειάζεται να θέτει κανείς προβλήματα, μιας ζωής της οποίας το νόημα ή ο σκοπός δεν χρειάζεται να ρωτηθεί. Σκέφτεται μόνο να χρησιμοποιήσει τις ανέσεις και τις εγκαταστάσεις που έχει προσφέρει η νέα ανάπτυξη της Γερμανίας. Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για τον τύπο νεαρού, αυτού «χωρίς προβλήματα», που μπορεί να άφησε πίσω του πολλές συμφωνίες και να έχει αποκτήσει νέες ελευθερίες, χωρίς να δημιουργεί συγκρούσεις, στο επίπεδο αυτής της δισδιάστατης πραγματικότητας στην οποία κάθε υψηλότερο ενδιαφέρον, κάθε ενδιαφέρον για μύθους, πειθαρχίες, ισχυρές ιδέες είναι ξένο. Πιθανώς για τη Γερμανία είναι μόνο μια μεταβατική φάση, γιατί αν δούμε τα έθνη όπου έχουν προχωρήσει περαιτέρω προς την ίδια κατεύθυνση – μπορούμε να αναφερθούμε ειδικότερα στη Δανία, τη Σουηδία και εν μέρει στη Νορβηγία – όπου το κλίμα μιας «κοινωνίας πρόνοιας» είναι σχεδόν τέλειο, όπου η ύπαρξη είναι ασφαλής και όλα είναι ορθολογικά διατεταγμένα στο τέλος, κατά καιρούς, οι αντιδράσεις έχουν εκδηλωθεί με βίαιες και απρόσμενες εκρήξεις. Σε αυτές πρωταγωνίστησε κυρίως η νεολαία.»

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ο φιλόσοφος επιδεινώνοντας την κριτική του για τα ιταλικά κινήματα νεολαίας (όπως κατέκρινε το κίνημα εξέγερσης του Μάη του 68, και από την δεξιά και από την αριστερή μεριά) και εξετάζοντας επίσης κινήματα που προέρχονται από το εξωτερικό, όπως η γενιά των Beats, υποστήριξε ότι το επαναστατικό πνεύμα που βρισκόταν στη βάση της τελευταίας, έπρεπε να θεωρηθεί «νόμιμο». Ας τον αφήσουμε να τα περιγράψει:

«Αλλά για να κατανοήσουμε τις πιο χαρακτηριστικές μορφές (αυτής της νεανικής εξέγερσης), ίσως είναι απαραίτητο να αναφερθούμε, στην Αμερική και εν μέρει και στην Αγγλία. Στην Αμερική έχουν ήδη έρθει στο φως μεγάλης κλίμακας φαινόμενα πνευματικού τραυματισμού και εξέγερσης μιας νέας γενιάς. Αναφερόμαστε σε αυτό που ονομάστηκε beat γενιά: οι beats ή beatnicks, σε μια από τις παραλλαγές τους που ονομάζονται επίσης hipsters. Ήταν οι εκφραστές ενός είδους αναρχικού και αντικοινωνικού υπαρξισμού που ήταν ωστόσο, περισσότερο πρακτικός παρά διανοητικός (εκτός από ορισμένες λογοτεχνικές εκδηλώσεις μικρής σημασίας).Οι μορφές beats του φαινομένου της εξέγερσης, έχουν λάβει έναν ιδιαίτερο παραδειγματικό χαρακτήρα και φυσικά δεν πρέπει να τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο με εκείνη την ηλίθια νεολαία, για την οποία μιλήσαμε νωρίτερα, έχοντας κατά νου πάνω απ’ όλα την νεολαία στην Ιταλία. Από την άποψή μας, η σύντομη εξέταση των προβλημάτων σε αυτό το φαινόμενο έχει λόγο ύπαρξης, γιατί συμφωνούμε με εκείνο που έχει δηλωθεί από ορισμένους beats, δηλαδή αντίθετα με ότι πιστεύουν οι ψυχίατροι, οι ψυχαναλυτές και οι «κοινωνικοί λειτουργοί», δεδομένης μιας κοινωνίας και ενός πολιτισμού σαν τους σημερινούς και ιδιαίτερα όπως του αμερικάνικου, δηλαδή του επαναστάτη, αυτού που δεν προσαρμόζεται, του αντικοινωνικού, που πρέπει για λόγους αρχής να δείχνει έναν υγιή άνθρωπο. Σε έναν μη φυσιολογικό κόσμο, οι αξίες αντιστρέφονται: το άτομο που φαίνεται ανώμαλο σε σύγκριση με το υπάρχον περιβάλλον είναι πιθανό να είναι φυσιολογικό».

Τονίζει βέβαια ο Βαρόνος σε μια υποσημείωσή του ότι, τη στιγμή της συγγραφής του κειμένου το 1968, αυτή η «άτοπη και καρναβαλική Ιταλική νεολαία» χαρακτηρίστηκε ως beat και εφάρμοζε αυτόν τον όρο παντού. Όσο προβληματικό κι αν ήταν το αμερικανικό κίνημα Beat, ως δέσμευση, δεν μπορεί να γίνει σύγκριση με τις συμπεριφορές και τις αστείες φιλοδοξίες «διαμαρτυρίας» αυτών των ιταλικών επιγόνων Beats». Ξεκινώντας λοιπόν από αυτή την οπτική γωνία και με μια δική του ανάλυση, ο Evola εντόπισε τις διαφορές μεταξύ της γενιάς Βeat και του λεγόμενου «δεξιού αναρχικού»:

«Κατά την άποψή μας, το μόνο πρόβλημα αφορά τον ορισμό κάποιου που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «δεξιό αναρχικό». Θα δούμε την απόσταση που χωρίζει αυτόν τον τύπο, από τον προβληματικό προσανατολισμό, στον αντικομφορμισμό των beats και των hipsters. Το σημείο εκκίνησης, δηλαδή η κατάσταση που καθορίζει την εξέγερση του beat, είναι προφανής. Κατηγορείται ένα σύστημα που παρότι δεν παρουσιάζει «ολοκληρωτικές» πολιτικές μορφές, ασφυκτιά την ζωή και χτυπά την προσωπικότητα. Μερικές φορές η σωματική ανασφάλεια για το μέλλον τίθεται στο παιχνίδι, δεδομένου ότι η ίδια η ύπαρξη της ανθρώπινης φυλής θα τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω των προοπτικών (εξάλλου υπερβολικές, κατά την αποκαλυπτική έννοια) ενός πιθανού πυρηνικού πολέμου. Αλλά πάνω απ’ όλα αισθάνεται τον κίνδυνο του πνευματικού θανάτου που ενυπάρχει στην προσαρμογή στο σημερινό σύστημα και στη δύναμη πολλαπλασιασμού της ρύθμισης του. Η Αμερική, η «σάπια χώρα, ο πολλαπλασιαζόμενος καρκίνος σε κάθε κύτταρο» – η παθητικότητα (κομφορμισμός), το άγχος και η ανία: τα τρία χαρακτηριστικά της, έτσι λένε κάποιοι. Σε αυτό το κλίμα, είναι έντονα αισθητή ακριβώς, η κατάσταση των όντων χωρίς ρίζες, είναι μια μονάδα χαμένη στο «μοναχικό πλήθος». Οι παραδοσιακές αξίες έχουν χαθεί, νέοι μύθοι αποκαλύπτονται και αυτή η «απομυθοποίηση» επηρεάζει όλες τις νέες ελπίδες: «Ελευθερία, κοινωνική επανάσταση, ειρήνη – όλα υποκριτικά ψέματα». Η αποξένωση του «Εγώ» ως συνηθισμένη κατάσταση, είναι η απειλή.

Εδώ παρόλα αυτά, μπορούμε ήδη να επισημάνουμε το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό, σε σχέση με τον τύπο του «δεξιού αναρχικού»: ο beat δεν αντιδρά και δεν επαναστατεί ξεκινώντας από το θετικό, δηλαδή έχοντας μια ακριβή αντίληψη του τι θα ήταν μια κανονική και λογική τάξη, κρατώντας σταθερά ορισμένες θεμελιώδεις αξίες. Αυτός αντιδρά σχεδόν ενστικτωδώς, με έναν μπερδεμένο υπαρξιακό τρόπο, ενάντια στην κυρίαρχη κατάσταση, σχεδόν όπως συμβαίνει σε ορισμένες μορφές βιολογικής αντίδρασης. Αντίθετα, ο δεξιός αναρχικός ξέρει τι θέλει, έχει μια βάση να λέει «όχι». Ο Beat στη χαοτική του εξέγερση, όχι μόνο δεν έχει τέτοια βάση, αλλά υπάρχει και λόγος να υποπτευόμαστε ότι αν του το επισήμαναν, μάλλον θα το απέρριπτε. Έτσι για αυτόν μπορεί να ισχύει ο ορισμός του «επαναστάτη χωρίς σημαία» ή «χωρίς αιτία». Αυτό συνεπάγεται μια θεμελιώδη αδυναμία με την έννοια ότι οι Beats και οι Ηipster που φοβούνται τόσο πολύ ότι θα είναι «ετερόκλητοι», δηλαδή να προσδιορίζονται από έξω, τελικά από την άλλη, κινδυνεύουν να είναι έτσι γιατί οι συμπεριφορές τους προκαλούνται, ως απλή αντίδραση, από την υπάρχουσα κατάσταση. Αν μη τι άλλο, η αδράνεια, η ψυχρή απόσπαση θα ήταν μια πιο συνεκτική στάση.

Έτσι ο Βeat όταν – εκτός από την εξωστρεφή διαμαρτυρία και την επαναστατικότητά του – τίθεται το θετικό πρόβλημα της προσωπικής του εσωτερικής ζωής, στην προσπάθεια επίλυσής του βρίσκεται αναγκαστικά σε ασταθές και επικίνδυνο έδαφος. Χωρίς ένα συμπαγές εσωτερικό κέντρο εκτίθεται σε κίνδυνο, υπακούοντας συχνά σε παρορμήσεις οι οποίες αντί για μπροστά, τον πάνε πιο πίσω όταν προσπαθεί να γεμίσει το κενό και το «μη νόημα» της ζωής. Είναι μια απατηλή λύση εκείνη, ενός από τους προδρόμους του πνεύματος των Beats, του D. Thoreau (Αμερικανός φιλόσοφος, φυσιοδίφης), που είχε αναστήσει τον σχεδόν μύθο του Rousseau, αυτόν του ανθρώπου της φύσης, της απόδρασης στη φύση: μια φόρμουλα πολύ απλή και τελικά, ανούσια.

Έχουμε λοιπόν δυνάμεις που είναι δυνητικά «διαθέσιμες». Το πρόβλημα είναι αυτό των οδηγιών,να είναι ικανές να δώσουν θετικό προσανατολισμό στις δραστηριότητές τους. Το βιβλίο μου, “Καβαλικεύοντας την τίγρη”, το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί «εγχειρίδιο δεξιών αναρχικών», λύνει το πρόβλημα μέχρι ένα σημείο στο ότι – που συχνά δεν έχει τονιστεί επαρκώς – απευθύνεται ουσιαστικά σε έναν συγκεκριμένο τύπο διαφοροποιημένου ανθρώπου, έχοντας υψηλό βαθμό ωριμότητας. Έτσι, για την κατηγορία των νέων που μόλις αναφέραμε, οι οδηγίες που προτείνονται σε αυτό το βιβλίο δεν είναι πάντα κατάλληλες και, γενικά, εφικτές. Πρέπει να δούμε, αν καθώς πλησιάζουν την ενηλικίωση – όταν πρέπει να λύσουν τα συγκεκριμένα προβλήματα της ύπαρξης – η στάση τους θα παραμείνει αμετάβλητη. Έχουμε ήδη μιλήσει για μια νεολαία που δεν είναι μόνο βιολογική αλλά έχει και μια εσωτερική, πνευματική πτυχή, επομένως δεν εξαρτάται από την ηλικία. Θα μιλήσουμε μάλλον για κάποια ικανότητα ενθουσιασμού και ορμής, άνευ όρων αφοσίωσης, απομάκρυνσης από την αστική ύπαρξη και με καθαρά υλικά και ιδιοτελή συμφέροντα. Λοιπόν, το πρώτο καθήκον θα ήταν να αφομοιώσουμε αυτές τις διαθέσεις που στην καλύτερη περίπτωση αναδύονται παράλληλα με τη σωματική νεότητα, τόσο ώστε να τις κάνουμε μόνιμες ιδιότητες, αντιστεκόμενοι σε όλες τις αντίθετες επιρροές στις οποίες εκτίθεται μοιραία με τα χρόνια. Όσο για τον αντικομφορμισμό, η πρώτη απαίτηση είναι ένας ξεκάθαρα αντι-αστικός τρόπος ζωής. Στην πρώιμη περίοδο του ο Ernst Jùnger δεν φοβόταν να γράψει: «Καλύτερα να είσαι εγκληματίας παρά αστός». Δεν λέμε να εφαρμόσουμε κυριολεκτικά αυτόν τον τύπο, ωστόσο υποδεικνύεται ένας γενικός προσανατολισμός. Στην καθημερινή ζωή πρέπει λοιπόν να προσέχουμε τις παγίδες που συνθέτουν συναισθηματικά θέματα με τον γάμο, την οικογένεια και οτιδήποτε άλλο ανήκει στις υπάρχουσες δομές μιας κοινωνίας που αναγνωρίζεται ως παράλογη. Αυτό είναι ένα βασικό «όργανο» δοκιμής. Από την άλλη πλευρά, για τον εν λόγω τύπο, κάποιες εμπειρίες των οποίων την προβληματική φύση έχουμε αναγνωρίσει, στην περίπτωση των Beats και των hipsters, μπορεί να μην παρουσιάζουν τους ίδιους κινδύνους.

Όσο για έναν αναρχικό ακτιβισμό καθαρής διαμαρτυρίας, ο οποίος μπορεί να ποικίλλει από ορισμένες βίαιες διαδηλώσεις που θεωρούνται «ταραχοποιές» σύμφωνα με εκείνες της νεολαίας ορισμένων εθνών (έχουμε ήδη αναφέρει την περίπτωση των χωρών της Βόρειας Ευρώπης όπου βασιλεύει η «κοινωνία της πρόνοιας»), μέχρι τρομοκρατικές ενέργειες όπως αυτές που πραγματοποιούνται από μηδενιστές πολιτικούς αναρχικούς παλαιού τύπου, τέτοιος ακτιβισμός φαίνεται να μην έχει νόημα. Φυσικά εδώ πρέπει εξαιρέσουμε τα κίνητρα κάποιων Βeats, δηλαδή την ανάγκη τους για κάποια βίαιη δράση μόνο και μόνο επειδή χρειάζονται την αίσθηση που δίνει, ακόμη και ως απλή έκρηξη ενέργειας. Με όλα αυτά έχουμε προχωρήσει πολύ πέρα ​​από αυτό που συνήθως αποκαλείται πρόβλημα των νέων. Ο «δεξιός αναρχικός» μπορεί να συλληφθεί ως ένας αρκετά καθορισμένος και αληθοφανής τύπος, για να αντιπαρατεθεί τόσο με την ανόητη νεολαία, όσο και με τους «επαναστάτες χωρίς σημαία», αλλά και σε αυτούς που ρίχνονται στη μάχη και αντιμετωπίζουν εμπειρίες που δεν φέρνουν καμία πραγματική λύση, καμία θετική συμβολή, αν δεν έχουν μια εσωτερική μορφή.

Αυστηρά μιλώντας, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αυτή η μορφή είναι ένας περιορισμός, είναι ένας εξαναγκασμός, ότι αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αρχική περίπτωση, την απόλυτη ελευθερία του αναρχισμού. Δεδομένου όμως ότι όποιος διατυπώσει αυτή την αντίρρηση, είναι πολύ απίθανο να το κάνει με σημείο αναφοράς την υπέρβαση, με τη σωστή και απόλυτη έννοια, δεν έχει παρά να απαντήσει, ότι η άλλη εναλλακτική αφορά μια «καμένη» νεολαία. Τέτοια νεολαία, εξεγερμένη ή όχι, ελάχιστα μας ενδιαφέρει, ούτε έχει καμία σχέση με παραπάνω. Μπορεί απλώς να αποτελέσει ένα αντικείμενο μελέτης στο γενικό πλαίσιο της παθολογίας μιας εποχής.

πηγή: Σαμουράι της Δύσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *