Ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, [José Antonio Primo de Rivera y Sáenz de Heredia, όπως ήταν το πλήρες όνομα του], Ισπανός εθνικιστής διανοητής, ιδρυτής και ηγέτης της οργανώσεως «Ισπανική Φάλαγγα», ακτιβιστής πολιτικός και εμβληματικός ιδεολογικός ηγέτης της Ισπανικής Δεξιάς, 1ος Δούκας Primo de Rivera, 3ος Μαρκήσιος της Εστέγια, ευρύτερα γνωστός ως Χοσέ Αντόνιο, γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1903 στη Μαδρίτη.

Ο Χοσέ Αντόνιο κατάγονταν από οικογένεια με μακρά στρατιωτική παράδοση και ιδιαίτερη πατριωτική αυτογνωσία. Πατέρας του ήταν ο Ισπανός στρατηγός Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα, από τους λίγους Ισπανούς αξιωματικούς στρατιωτικούς της εποχής του, που διέσωσε την τιμή των ισπανικών όπλων κατά την δύσκολη περίοδο κατά την οποία η Ισπανία αντιμετώπιζε τις κουβανικές εξεγέρσεις, τον Ισπανο-αμερικανικό πόλεμο, και τις ταραχές στο Μαρόκο. Ο Μιγκέλ διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής, από το 1917 ανέλαβε φρούραρχος στις μεγάλες πόλεις Βαλένθια, Μαδρίτη και Βαρκελώνη στην Καταλονία, την οποία παρέλαβε σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου και κατόρθωσε να επιβάλλει την τάξη. Το 1921 κληρονόμησε την περιουσία και τον τίτλο του Μαρκήσιου ντε Εστέλλα, ενώ το 1923 ήταν επικεφαλής στρατιωτικού κινήματος, [Pronunciamento], μετά την επικράτηση του οποίου, διοίκησε την Ισπανίας, έως τις 28 Ιανουαρίου 1930 και υπό την αιγίδα του βασιλέως Αλφόνσου του 13ου, ενώ το χρόνο εκείνο ανακηρύχθηκε η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία.

To 1936 ήταν ήδη μια χρονιά που έδειχνε τις εξελίξεις της, από την αρχή,στην Ισπανία. Η σύλληψη του El hefe, του Αρχηγού, ήταν πλέον γεγονός και τελικά έγινε στις 14 Μαρτίου, την ταραγμένη εκείνη άνοιξη. Στο υπόγειο της Γενικής Διεύθυνσης Αστυνομίας δεν είναι όμως μόνος. Το Πολιτικό Συμβούλιο της “Φάλαγγας” έχει ήδη σχεδόν ολοκληρωθεί εκεί, μαζί με πολυάριθμους συναγωνιστές του. Το πρόσχημα για αυτές τις μαζικές συλλήψεις είναι το υποτιθέμενο σπάσιμο των σφραγίδων στις πόρτες των κεντρικών γραφείων του κόμματος στη Μαδρίτη, αλλά είναι και οι προβλέψιμες και πολύ πιο σοβαρές κατηγορίες, για ένοπλη συνωμοσία κατά του κράτους και συμμετοχή σε ένοπλη εξέγερση, οι οποίες σύμφωνα με τον στρατιωτικό κώδικα, επιφέρουν την θανατική ποινή. Ο José Antonio μεταφέρεται αμέσως στις φυλακές της Μαδρίτης. Για να καταλάβουμε με ποιο πνεύμα αντιμετώπισε ο αρχηγός των Φαλαγγιτών τις ανακρίσεις που ακολούθησαν τη σύλληψή του, θα πρέπει να αναφερθούμε στην απάντηση που έδωσε στον αρχηγό της αστυνομίας, στο ερώτημα «Ποιος έσπασε τις σφραγίδες των γραφείων της λεγόμενης “Ισπανικής Φάλαγγας» που έκλεισε με εντολή της κυβέρνησης;». Ο Jose λοιπόν δηλώνει ότι θέλει να απαντήσει, αλλά μόνο παρουσία πολλών μαρτύρων. Μόλις ικανοποιήθηκε το αίτημα του, ζήτησε να επαναλάβουν την ερώτηση παρουσία των νεοφερμένων και λέει με ειρωνικά αφελή τόνο, μετά από μια μελετημένη παύση: «Οι σφραγίδες που είχε βάλει η λεγόμενη αρχή της δημοκρατίας στην πόρτα του Κέντρου της Ισπανικής Φάλαγγας, αφού το έκλεισε πρώτα αυθαίρετα, έσπασαν από το κεφάλι του Γενικού Διευθυντή της Αστυνομίας».

Ακόμη και πριν από τη σύλληψή του, ο Jefe προέβλεψε ποια θα ήταν η μοίρα του σε λίγους μήνες. Είχε ονειρευτεί τον πυροβολισμό του και μάλιστα πριν από τις εκλογές του 1936 σε έναν δημοσιογράφο που τον ρώτησε, τι γνώμη είχε για τη διάλυση του κοινοβουλίου, του είχε εκμυστηρευτεί: «Δεν έχω τίποτα να πω γιατί τώρα πια το βασίλειό μου δεν είναι αυτού του κόσμου». Συνήθως δεν ανακάτευε το ιερό με το βέβηλο, αλλά ξεκάθαρα ετοιμαζόταν για θάνατο. Προσαρμόστηκε πρόθυμα στο κανονικό καθεστώς της φυλακής, στο οποίο υποβαλλόταν κάθε φυλακισμένος Φαλαγγίτης και την πρώτη μέρα απέρριψε ευγενικά την αποστολή του γεύματος που φρόντισαν να του στείλουν οι μοναχές. Έχει επίγνωση του παραδείγματος αυτού που καλείται να δώσει και δεν μπορεί να είναι άσχετο με την θυσία. Εν τω μεταξύ συνεχίζει να διευθύνει το Κίνημα, κερδίζοντας μερικά σημαντικά αποτελέσματα: 70.000 νέα μέλη – παρόλο το σφράγισμα όλων των γραφείων της «Falange» – και την προσωπική κατάκτηση (αργότερα δεν επικυρώθηκε λόγω φυλάκισης) μιας έδρας στις εκλογές στην Cuenca. Τα μέλη της οικογένειας και οι σύντροφοι του, τον επισκέπτονταν στη φυλακή, δείχνοντας την άνευ όρων πίστη τους σε αυτόν. Η δυνατότητα αντικατάστασής του δεν λαμβάνεται καν υπόψη. Εν τω μεταξύ στην Ισπανία, οι ελιγμοί για τη συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα «σωστά» χέρια καρποφόρησαν. Στις 10 Μαΐου 1936, ο Azaña έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Casares Quiroga (γνωστός και ως Saint Just, αρχιμάστορας της στοάς Sueba) πρωθυπουργός. Ο τελευταίος θα αντικατασταθεί στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο, από τον σοσιαλιστή ηγέτη Francisco Largo Caballero, η ηγεμονία του οποίου θα προκαλέσει σε πολλούς υποστηρικτές της δημοκρατίας την αλλαγή γνώμης, καταφεύγοντας στο εξωτερικό και αποσύροντας την αρχική τους υποστήριξη.

Τη νύχτα μεταξύ 6ης και 7ης Ιουνίου μεταφέρθηκε στη φυλακή στην πόλη Alicante, στις ακτές της Μεσογείου, πάνω από 400 χιλιόμετρα από τη Μαδρίτη, όπου το καθεστώς των φυλακών ήταν πολύ πιο σκληρό και το περιβάλλον, με πολλούς κοινούς ποινικούς κρατούμενους, πολύ εχθρικό. Από αυτή τη φυλακή στις 29 Ιουνίου έδωσε οδηγίες στους συναγωνιστές του που παρέμειναν ελεύθεροι, να συμπαραταχθούν στο στρατό, με τις μονάδες που σταθμεύουν στην Αφρική και υπό τις διαταγές του στρατηγού Franco. Έτσι θα δώσει ζωή στο Εθνικό Κίνημα ενάντια στην κομμουνιστική δημοκρατία, που χειραγωγήθηκε από τους Σοβιετικούς και τον διεθνή τεκτονισμό, που υποτίθεται ότι θα έδινε τέλος στην «τραγική άνοιξη» που ξεκίνησε αμέσως μετά τις εκλογές του 1936. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στο Alicante, μαζί με τον αδερφό του Miguel, αφιέρωσε μέρος της ημέρας στη σωματική άσκηση, την ανάγνωση και τη γραφή.Τον Αύγουστο η αδερφή του Carmen και η θεία του Μαρία, που είχαν μετακομίσει στο Alicante, συνελήφθησαν επίσης. Οι όποιες προσπάθειες να επιτύχει την απελευθέρωσή του, με οποιοδήποτε μέσο, κάποιες που προωθήθηκαν από τον ίδιο τον Franco, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Έτσι φτάνουμε στο σκηνικό της τελευταίας τραγικής φάρσας, αυτή της τελευταίας δίκης. Είναι 13 Νοεμβρίου όπου ο αδερφός του, η κουνιάδα του και κάποιοι συναγωνιστές, δικάζονται μαζί του. Η κατηγορία είναι για ένοπλη συνωμοσία κατά του Κράτους. Δικηγόρος στον εαυτού του και στους συγγενείς του, ο ίδιος ο José Antonio, που υπερασπίζεται με τις συνήθεις επαγγελματικές του ικανότητες αλλά ταυτόχρονα, «δηλώνει την πίστη του στις αιώνιες ισπανικές αξίες, όπου η υπεράσπιση του μετατρέπεται σε υπεράσπιση και σε μια ιστορική και πολιτική δικαίωση της “Φάλαγγας”». Τελικά κατορθώνει τη σωτηρία για την κουνιάδα και τον άντρα της και στις 17 Νοεμβρίου, ένα αυτοσχέδιο και παράνομο «λαϊκό δικαστήριο» διάβασε τη θανατική ποινή για τον μοναδικό αρχηγό της “Φάλαγγας”. Τις τελευταίες ώρες της επίγειας ζωής του τις πέρασε στη συγγραφή κάποιων επιστολών, στην τελευταία εξομολόγηση, στην προσευχή και στη σύνταξη της ανθρώπινης και πολιτικής βούλησής του:
«Καταδικασμένος σε θάνατο από χθες, παρακαλώ τον Θεό αν δεν με γλυτώσει από αυτό το ακραίο βήμα, να με διαφυλάξει μέχρι τέλους με την ευγενική παραίτηση που με βοήθησε μέχρι τώρα και όταν κρίνει την ψυχή μου, μην το κάνει σύμφωνα με το μέτρο των αρετών μου, αλλά σύμφωνα με το μέτρο του άπειρου ελέους Του. Δεν προσποιήθηκα ότι είμαι υπεύθυνος για όλα, ούτε επιδόθηκα σε κάποια παραλλαγή του ρομαντικού κυρίου. Υπερασπίστηκα τον εαυτό μου με τα καλύτερα μέσα του επαγγέλματός μου ως δικηγόρος. Ίσως στο μέλλον να μην λείψουν οι κριτικοί που θα με κατηγορήσουν ότι δεν προτίμησα την καυχησιολογία. Στον καθένα η δικιά του γνώμη. Σε ότι με αφορά, εκτός από το γεγονός ότι δεν είμαι εγώ ο πρωταγωνιστής αυτού που συμβαίνει, θα ήταν τερατώδη και ψεύτικο να παραδώσω, χωρίς να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, μια ζωή που θα μπορούσε ακόμα να είναι χρήσιμη και που ο Θεός δεν μου επέτρεψε να θυσιάσω ως ολοκαύτωμα στη ματαιοδοξία, σαν ένα κάστρο πυροτεχνημάτων. Ο Θεός να δώσει το αίμα μου να είναι το τελευταίο που χύνεται στην εμφύλια διαμάχη. Ο Θεός να δώσει ο ισπανικός λαός, τόσο πλούσιος σε βαθιές καλές ιδιότητες, να βρει με ειρήνη την πατρίδα του, ψωμί και δικαιοσύνη. Όσον αφορά τον μελλοντικό θάνατό μου, τον περιμένω χωρίς καυχησιολογία, γιατί ποτέ δεν χαίρομαι να πεθαίνω στην ηλικία μου, αλλά χωρίς διαμαρτυρία. Δέξου το Θεέ μας, Κύριε, για τη θυσία που αντιπροσωπεύει, ως μερική επανόρθωση για ότι ήταν εγωιστικό και μάταιο σε μεγάλο μέρος της ζωής μου».

Όταν ξημέρωσε στις 20 Νοεμβρίου, ο αδελφός του ο Miguel μεταφέρθηκε στο κελί του José Antonio. Εκείνος βλέποντάς τον πολύ αναστατωμένο τον επιπλήττει στοργικά αλλά σταθερά: «Miguel, βοήθησε με να πεθάνω με αξιοπρέπεια». Είναι πλέον έτοιμος για θάνατο. Ζητά από τον διευθυντή της φυλακής συγχώρεση για την παρενόχληση που μπορεί να του προκάλεσε και απευθύνεται στο εκτελεστικό απόσπασμα, παραταγμένο μέσα στο προαύλιο της φυλακής, επαναλαμβάνοντας ότι το όνειρο των Φαλαγγιτών απευθύνεται σε όλους τους Ισπανούς. Αγκαλιάζει και ενθαρρύνει τους τέσσερις συντρόφους – δύο φαλαγγίτες και δύο Καρλιστές (παραδοσιακοί καθολικοί) – που θα εκτελεστούν μαζί του, αγγίζει τον σταυρό και την Παναγία του Ελέους που φοράει κάτω από το πουκάμισό του και τοποθετείται δίπλα στους άλλους. Το πρώτο βόλι είναι για εκείνον. Μόλις μισή ώρα αργότερα θάφτηκε μαζί με τους άλλους σε έναν ομαδικό τάφο στο νεκροταφείο του Alicante, όπου στις 2 Απριλίου 1939, αναγνωρίστηκε από τον αδελφό του, ο οποίος κατέθεσε ότι είχε βρει το σώμα του σχεδόν άθικτο, παρά το γεγονός ότι είχε μείνει περισσότερα από δύο χρόνια σε επαφή με τη γυμνή γη. Η σορός του που μεταφέρθηκε, στους ώμους, από συντρόφους του στη Μαδρίτη, θάφτηκε δίπλα στους μεγάλους βασιλιάδες της Ισπανίας και στη συνέχεια ενταφιάστηκε οριστικά σε εκείνη την «Valle de los caidos» που τον φιλοξενούσε μέχρι πριν 4 μήνες, μαζί με όλους τους αγωνιστές του εμφυλίου και τον ίδιο τον Francisco Franco. Έκτοτε, ο José Antonio Primo de Rivera είναι ο «El Jefe Eterno», ο αιώνιος Αρχηγός, το όνομα του οποίου οι σύντροφοι τιμούν απαντώντας όχι με το συνηθισμένο παρόν, αλλά με ένα εύγλωττο: «Απών».

«Η ελευθερία του ανθρώπου δεν γίνεται σεβαστή αν δεν την πιστεύουμε, όπως πρέπει να την πιστεύουμε, σαν φορέας αιώνιων αξιών. Δεν είναι σεβαστή επίσης αν δεν θεωρείται ως το σωματικό κέλυφος μιας ψυχής ικανής να καταδικαστεί ή να σωθεί. Μόνο αν την δεις έτσι, μπορείς να πεις ότι σέβεσαι πραγματικά την ελευθερία».

Βασισμένοι στις αρχές της Φάλαγγας αλλά και στο δόγμα που ο ίδιος ο Jose Antonio δημιούργησε, μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποιες αναλύσεις, ενώ έρχονται κάποια ερωτήματα. Αφού διαβάσουμε για τη ζωή και τον θάνατό του, πώς μπορούμε να κατανοήσουμε διαφορετικά το «φαλαγγίτικο» ύφος του José Antonio, αν όχι υπό το πρίσμα του συνεκτικού χριστιανικού του οράματος; Αν ο άνθρωπος δεν ήταν «το σωματικό κέλυφος μιας ψυχής ικανής να αυτοκαταδικαστεί ή να σωθεί», ποιος θα ήταν ο βάσιμος λόγος να πολεμήσει γι’ αυτόν; Τι νόημα θα είχε να μιλάμε για Πνευματικότητα και όχι για απλή πολιτική, ως ένα θεμέλιο πάνω στο οποίο θα οικοδομήσουμε ένα όραμα για το κράτος που ξεκινά από την αγάπη, πέρα από αφηρημένα προγράμματα, που ενώ προσφέρουν πρακτικές λύσεις, δεν είναι σε καμία περίπτωση ικανά να εγγυηθούν τίποτα για την πραγματοποίηση τους;

Είναι η αγάπη προς τον πλησίον, που οφείλεται σε αυτόν για την αγάπη του Θεού, που ωθεί προς την πολιτική δράση νοούμενη ως ασκητικό και πνευματικό μονοπάτι. Μόνο αυτό το είδος αγάπης μπορεί να κατευθύνει την ίδια τη δράση προς τους ανθρώπους, για να παρέχει όλα όσα χρειάζονται οι άνθρωποι.Είναι το ίδιο έργο του χριστιανού ιππότη, του Hidalgo, που μάχεται – όπως στη Σταυροφορία – για συμφέροντα που φαίνονται πολύ μακριά από εκείνα που συνδέονται με την υπεράσπιση των δικών του προνομίων. Το έργο λοιπόν συνίσταται στο να θέτει κανείς τον εαυτό του στην υπηρεσία αιώνιων και απολύτως συγκεκριμένων αξιών, όπως αυτές της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Αυτές οι αξίες είναι αντίθετες με εκείνες τις αφηρημένες ιδέες που οι πατέρες της μασονικής – φιλελεύθερης σκέψης και οι αρνητικές επαναστάσεις που εμπνεύστηκαν από αυτήν, πίστευαν ότι μπορούσαν να επιβάλουν παγκοσμίως. Δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με την ψεύτικη αρχή της «γενικής βούλησης», που επινόησε ο Rousseau. Μια βούληση η οποία θα καθιερώσει – χρησιμοποιώντας την πλειοψηφία – τι είναι αλήθεια σήμερα, μόνο και μόνο για να το δηλώνει σαν ψεύτικο αύριο, ντυμένο όπως είναι με το ένδυμα μιας χρήσης της σύγχρονης και διαρκώς μεταβαλλόμενης και αυτοεξελισσόμενης «αλήθειας». Ούτε οι αιώνιες αξίες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικού «κοινωνικού συμβολαίου», που υποβιβάζει στην τάξη της απλής εμπορικής λογικής, αυτό που αντίθετα θα έπρεπε να βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο σύμφωνο εμπνευσμένο από το ανώτερο κοινό καλό. Κανένας αυθεντικός «σοσιαλισμός» δεν είναι εξάλλου δυνατός, αν είναι αποτέλεσμα αυτής της σκέψης και του «εγελιανού» ιδεαλισμού που έδωσε ζωή στη δεξιά και την αριστερά.

«Ο σοσιαλισμός νοούμενος με αυτόν τον τρόπο δεν βλέπει στην ιστορία τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι οικονομικών πηγών: το πνευματικό καταπιέζεται, η θρησκεία είναι όπιο του λαού, η Πατρίδα μια ιεροτελεστία για την εκμετάλλευση των άτυχων» έλεγε ο Jose Antonio. Άλλωστε ο κομμουνισμός τρέφεται από τα λάθη και τα ελαττώματα του φιλελεύθερου καπιταλισμού, του πρώτου εχθρού και την κινητήρια δύναμη του ίδιου του κομμουνισμού. Η “Φάλαγγα” και το κράτος στο οποίο θέλει να δώσει ζωή, πρέπει ωστόσο να είναι όργανα για να υπηρετήσουν την Πατρίδα κατανοητή ως υπερβατική σύνθεση, με τους δικούς της στόχους να επιτευχθούν και είναι ένα καθώς και δεν επιτρέπει διαιρέσεις σε κόμματα ή τάξεις. Η “Falange” είναι επομένως εξ ορισμού ένα «αντικόμμα» που δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερά και αυτό που χωρίζει – μπορεί να πει κανείς οντολογικά – το Κίνημα από τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που αποτελείται από τον φιλελευθερισμό και τον μαρξισμό, είναι πρώτα απ’ όλα το πνευματικό όραμα. «Με αυτό έχουμε ξεκαθαρίσει τους λόγους για τις μελλοντικές μας ενέργειες και τη σημερινή μας συμπεριφορά, ενώ δεν θα ήμασταν παρά ένα άλλο κόμμα εάν καταλήξαμε να διακηρύξουμε ένα πρόγραμμα συγκεκριμένων λύσεων. Αυτά τα προγράμματα έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν πραγματοποιούνται ποτέ. Αντίθετα, όταν έχουμε μια μόνιμη αντίληψη απέναντι στην ιστορία, μπροστά στη ζωή αυτή η ίδια αντίληψη μας δίνει χρήσιμες λύσεις για συγκεκριμένα πράγματα…».

Απαραίτητο για την ανανέωση στην παράδοση, είναι το θεμέλιο που συγκροτείται από την Καθολική συνείδηση που δηλωμένα στη βάση του «φαλαγγίτικου» σχεδίου, προβάλλεται φυσικά στο κράτος. Η λογική διάκριση των αντίστοιχων πεδίων μεταξύ του ‘Φαλαγγίτικου” Κράτους και της Εκκλησίας, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξομοιωθεί με φιλελεύθερες αντιλήψεις, ξένες προς τη νοοτροπία του José Antonio. Η κρατική δράση εμπνέεται στην πραγματικότητα από οικουμενικές αξίες, αντανακλώντας τη χριστιανική αντίληψη που οδηγεί από το γενικό στο ιδιαίτερο. Και από την άλλη μεριά, αντηχεί συνεχώς στο έργο και στο παράδειγμα του ιδρυτή της Φάλαγγας (τακτικός επισκέπτης στις πνευματικές ασκήσεις εκείνου του μεγάλου Ισπανού αγίου, του Ignazio di Loyola), το κάλεσμα στην πίστη ως ουσιαστική και απαραίτητη προϋπόθεση, για μια αυθεντική αποκατάσταση της πολιτικής δραστηριότητας με την ανυψωμένη έννοια της πνευματικής αποστολής και υπηρεσίας που χαρακτηρίζεται από αυτοθυσία. Παρόλα αυτά υπάρχουν εκείνοι που θέλησαν να εντοπίσουν, όχι χωρίς συγκεκριμένα συμφέροντα, στο “φαλαγγιτικό” όραμα του κράτους, μια ιδέα όχι διάκρισης αλλά σαφούς διαχωρισμού των σφαιρών Κράτους – Εκκλησίας, με μια φιλελεύθερη έννοια. Η κοσμική σκέψη όμως θέλει να διαχωρίσει την Εκκλησία από το Κράτος, ώστε το τελευταίο να μην ευνοεί με κανέναν τρόπο την καθολική θρησκεία και να μην αναγνωρίζει τις αρχές του ως δικές της. Αυτό δεν είναι το όραμα του José Antonio, ούτε μπορούμε να του αποδώσουμε ότι καθιερώθηκε από το Σύνταγμα του 1931, το οποίο ανήγαγε την Εκκλησία στην τάξη οποιουδήποτε συλλόγου, αρνούμενος κάθε θεϊκή εξουσία και οποιαδήποτε καθολική αποστολή. Επιπλέον, η φιλελεύθερη κοσμικότητα που είναι ένας πολιτικός νατουραλισμός, «διατηρεί ότι η κοινωνία μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί και ότι μπορεί να υπάρξει χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη τον Θεό και τη θρησκεία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον Ιησού Χριστό, χωρίς να αναγνωρίζει τα δικαιώματα του Ιησού Χριστού να βασιλεύει, δηλαδή να εμπνεύσει με το δόγμα του όλη τη νομοθεσία της πολιτικής τάξης».

Συμπερασματικά, το στυλ του José Antonio Primo de Rivera δεν μπορεί να ερμηνευθεί σύμφωνα με κατηγορίες ξένες προς τον άνθρωπο και το παράδειγμά του, ούτε είναι αποδεκτό να το αναλύσουμε σε κατηγορίες στείρες και επιφανειακές. Υπάρχει πάντα η πολιτική λάσπη , ο ανθρώπινος βούρκος, δημιουργημένος από τα δημοκρατικά καθεστώτα που διαθέτουν τον απόλυτο έλεγχο της Ιστορίας. Οι προσπάθειες να στρατολογηθεί ο μεγάλος αυτός άνδρας, σε τάξεις που δεν του ανήκαν ποτέ, είναι μάταιες. Παραμένει ένα αιώνιο μοντέλο αναγέννησης, για την Ισπανία και για την Ευρώπη, στο πλαίσιο μιας κοινωνικής Εθνικής Επανάστασης, που ανακαταλαμβάνει τις χώρες μας – τις οποίες όπως αυτός αγαπάμε ακριβώς επειδή, καθώς είναι χάλια, δεν μας αρέσουν καθόλου – στην αιώνια μοίρα τους.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *