Ο ερχομός του Γιαννούλη Χαλεπά είχε κάνει να ξεσηκωθεί ολόκληρη η Αθήνα. Ο κόσμος ήταν περίεργος να δει πώς θα φερνόταν, τί στάση θα τηρούσε μπροστά στο αθάνατο έργο του.
Από φόβο μη συγκινηθεί τον πέρασαν -γιατί ο συνωστισμός του κόσμου ήταν αδιαπέραστος -από άλλα μνημεία. Τα αναγνώριζε όλα, τα θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια.
Όταν, τέλος, έφτασε μπροστά της,ζήτησε να του ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Τα μάτια του μια βούρκωναν, μια γέλαγαν, μια κατσούφιαζαν. Μια ταραχή,μια πάλη γινόταν μέσα του και τα κρυφά βλέμματα που έριχνε στο πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νιότης του,μαρτυρούσαν πως φοβόταν μην πληγωθεί.
Κάποιος τότε του είπε: ”Λένε πως την έπλυναν με Άκουα Φόρτε και χάλασε!..” Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές γραμμές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηριζόταν άνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: ”Δε χαλάει…”

απόσπασμα από το βιβλίο:
Γιαννούλης Χαλεπάς, ο βίος ενός Αγίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *