
του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου
Ο Hugo Pratt γεννήθηκε στο Ρίμινι στην Ιταλία στις 15 Ιουνίου 1927, αλλά πέρασε όλη του την παιδική ηλικία στη Βενετία, σε ένα «σπίτι που χτυπιόταν από τον άνεμο και τη θάλασσα». Ο παππούς του ο Joseph, ήταν Γάλλος που μετανάστευσε στην Ιταλία και ήταν ένας από τους ιδρυτές των Fascio di Venezia. Αλλά η παιδική ηλικία του Hugo ήταν προορισμένη να τελειώσει σύντομα, όταν, το 1937 ο πατέρας του ο Rolando, μετακόμισε στην Αβησσυνία και λίγο αργότερα, ο μικρός Hugo μαζί με τη μητέρα του την Lina, τον ακολούθησαν στην Addis Abeba. Σε ηλικία μόλις δεκατριών ετών, ο Hugo κατατάχθηκε μαζί με τον πατέρα του σε ένα «Τάγμα Αποικιακής Πολιτοφυλακής». Το τάγμα αυτό, που αποτελούνταν και από μαθητές λυκείου και φοιτητές, είχε ως αποστολή την προστασία των αμάχων από τους επιδρομείς, εν αναμονή της άφιξης του επίσημου στρατού. Το 1941 ο πατέρας του συνελήφθη από τους Βρετανούς και φυλακίστηκε στο βρετανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Dire-Dawa, όπου πέθανε το 1942 λόγω των άθλιων συνθηκών στις οποίες υποβάλλονταν οι κρατούμενοι. Η κόρη του Hugo, η Silvina, θα έγραφε αργότερα στο βιβλίο της για τον πατέρα της: «Έζησε πέντε χρόνια στην Αιθιοπία, όπου βίωσε τον πόλεμο, τη φιλία και τις γυναίκες. Ο πατέρας του, φασίστας, πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κάτω από τον αφρικανικό ήλιο».
Οι Βρετανοί δεν λυπόταν ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά και έτσι ο Hugo και η μητέρα του, κατέληξαν φυλακισμένοι και φρουρούμενοι από Σενεγαλέζους φρουρούς, στο Dire-Dawa . Από ένα πρώην ιταλικό αεροδρόμιο, στον δρόμο μεταξύ Addis Abeba και Gibuti, το Dire-Dawa μετατράπηκε αργότερα ως βρετανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτή η εμπειρία ήταν σίγουρα πολύ κρίσιμη για τη ζωή του Hugo και μπορούμε να αντλήσουμε κάποιες πληροφορίες από το βιβλίο της κόρης του: «Ζούσαν εδώ πέντε χιλιάδες γυναίκες, κανένας άντρας. Υπήρχαν μόνο μερικά αγόρια μεταξύ δεκατεσσάρων και δεκαέξι ετών, περίπου είκοσι. Τα υπόλοιπα ήταν μικρά παιδιά. Όλα ζούσαν κάτω από σκουριασμένο σκουριασμένα υπόστεγα από κυματοειδές σίδερο. Κάθε πρωί ο ήλιος φιλτράριζε τις ακτίνες του μέσα από τις τρύπες που άφησαν τα πολυβόλα και τους ξυπνούσε. Έκανε τρομερή ζέστη και δεν έβρεχε ποτέ. Δύο χρόνια άμμου και νίτρου, καύσωνα ανάμεσα σε μύγες, σκορπιούς και Σενεγαλέζους φρουρούς. Αλλά ξέρετε, τα παιδιά πάντα βρίσκουν έναν «τρόπο» να επιβιώσουν, ακόμα και στην κόλαση και έτσι κατάφερε αυτή η ομάδα των είκοσι ατόμων να βρει ένα χόμπι με τις συνομήλικες τους, «τα υπέροχα κοριτσάκια με γόνατα τόσο μυτερά όσο της ελαφίνας». Σε ένα άλλο σημείο γράφει: «Μερικοί μικροί υπολογισμοί που έκανε ο πατέρας μου σε ένα κομμάτι χαρτί. 5.000 γυναίκες. Απορρίπτει τις 2.500 ως μη χρήσιμες. Οι μισές αποτελούνται από 1.250 όμορφες γυναίκες. Οι μισές από αυτόν τον αριθμό σχηματίζουν 625 υπέροχα πλάσματα. Τις διαιρεί ξανά με το 20 και καταλήγει σε ένα σύνολο περίπου 30-35 υπέροχων κοριτσιών, όλων όμορφων και προσεκτικά επιλεγμένων, για κάθε αγόρι. Αλλά παραδέχεται ότι έφερε πολύ περισσότερες από 35 από αυτές σε εκείνο το σκουριασμένο παλιό πιλοτήριο, κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ετών, στις δύο το απόγευμα. Ήταν ένας παγανιστικός ύμνος στο σεξ».
Μετά από ένα χρόνο αιχμαλωσίας, στις αρχές του 1943, ο Hugo και η μητέρα του μεταφέρθηκαν πίσω στην Ιταλία μαζί με άλλους κρατούμενους. Αλλά οι «περιπέτειες» του δεν είχαν τελειώσει! Η 8η Σεπτεμβρίου έφτασε νωρίς και ο Hugo, ακόμα αγόρι, έσπευσε να καταταχθεί ως πεζοναύτης στην πατρίδα του τη Βενετία, στο Τάγμα «Lupo» του «10ου Στολίσκου της MAS», τη μονάδα καταδρομών του Ναυτικού, την πιο σκληρή ιδεολογικά του Φασισμού. Η σωματική του διάπλαση, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες του, τον έκανε να μοιάζει με άντρα, παρόλο που ήταν δεκαέξι ετών. Αλλά το ταξίδι του «στο μονοπάτι της τιμής» ήταν βραχύβιο, επειδή η μητέρα του τρομοκρατημένη μήπως χάσει και αυτόν, πήγε να τον πάρει πίσω, αποκαλύπτοντας την πραγματική ηλικία του γιου της στη Διοίκηση. Ο Hugo, ωστόσο, ποτέ δεν αρνήθηκε ούτε ξέχασε αυτή τη σύντομη εμπειρία, δηλώνοντας, πολλά χρόνια μετά από εκείνο το 1943, «Με βοηθάει να χτυπά η καρδιά μου».

Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο Hugo Pratt άρχισε να εργάζεται ως διερμηνέας για τους Βρετανούς και άρχισε να ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη. Το 1949, μετανάστευσε στην Αργεντινή του Juan Peron και άρχισε να περνάει χρόνο με βετεράνους των «χαμένων πολέμων»: Ιταλούς, Γερμανούς, Κροάτες ùstascia , αναρχικούς που επέζησαν από την ισπανική σφαγή, ακόμη και τον γιατρό του Philippe Pétain. Ήταν εκεί στην Αργεντινή, που ο Hugo Pratt άρχισε να σχεδιάζει. Σε μια συνέντευξη είχε δηλώσει:«Στα είκοσι μου, είχα την τύχη να ανακαλύψω τον Jorge Luis Borges, ο οποίος έφτασε να γίνει γνωστός στην Ιταλία ως συγγραφέας, πολύ αργότερα. Ως μετανάστες στην Αργεντινή, είχαμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε νέους συγγραφείς, εν μέρει χάρη στις συναντήσεις μας με πολλούς Ευρωπαίους εξόριστους. Γνωριστήκαμε όλοι ως μετανάστες, γίναμε συνάδελφοι και ήταν ενδιαφέρον να βρούμε έναν Ανδαλουσιανό, έναν Λιβανέζο, έναν Γάλλο, έναν Ιταλό, έναν Άγγλο και σχηματίσαμε ένα είδος πολιτισμένης κοινωνίας». Μετά την επιστροφή του στην Ιταλία, ο Hugo Pratt συνέχισε να συναναστρέφεται με «ανεπιθύμητους ανθρώπους», όπως θυμάται ο φίλος του Adriano Bolzoni, μέλος του «Κύκλου των βετεράνων της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας»: «Καταλήγαμε να ρίχνουμε τον κόσμο μέσα σε γεμάτα ποτήρια και να τραγουδάμε τραγούδια των Landsknecht (των μισθοφόρων στρατιωτών του πεζικού κατά τον Μεσαιώνα) , συχνά σε παμπ όπου σύχναζαν μαύροι και ζητιάνοι».
Το 1952 ο Hugo Pratt παντρεύτηκε τη Γιουγκοσλάβα Gucky στη Βενετία, με την οποία απέκτησε δύο κόρες και το 1962 παντρεύτηκε την Άννα, με την οποία απέκτησε δύο ακόμη παιδιά. Το 1965 ξεκίνησε τη συνεργασία του με την “Corriere dei Piccoli” και στη συνέχεια στη Γένοβα με τον εκδότη, επίσης βετεράνο στις τάξεις της “Xª MAS”, Florenzo Ivaldi με το περιοδικό “Sergente Kirk”, αλλά και αυτή η εμπειρία έληξε σχετικά σύντομα. Μετά από δύο χρόνια στη Γένοβα, άρχισε ξανά να ταξιδεύει και επέστρεψε στην Αιθιοπία αναζητώντας τον τάφο του πατέρα του, στη Βραζιλία όπου στη Bahia, απέκτησε δύο ακόμη παιδιά (φτάνοντας στα έξι) και στη συνέχεια στη Λαπωνία και την Κένυα. Έχοντας επιστρέψει στην Ιταλία και μένοντας άνεργος, ο Hugo Pratt θυμήθηκε ότι είχε συναντήσει τον Georges Rieu κάπου το 1969 στο Φεστιβάλ Κόμικς της Lucca , τον συγγραφέα κόμικς και αρχισυντάκτη των εβδομαδιαίων περιοδικών “Vaillant” και στη συνέχεια του “Pif Gadget”. Επικοινώνησε μαζί του χωρίς δισταγμό και του προτάθηκε αμέσως μια συνεργασία με περιοδικά στο Παρίσι, όπου αμέσως έφυγε με το τρένο, αφού παρά το γεγονός ότι ήταν σπουδαίος ταξιδιώτης, δεν είχε ποτέ άδεια οδήγησης και δεν οδηγούσε αμάξι.
Ο Pratt λοιπόν, άφησε την αγαπημένη του Βενετία και τη θάλασσά της, για να μετακομίσει κοντά στο κανάλι Saint-Martin στο Παρίσι και στη συνέχεια κοντά στη Σορβόννη. Η εμπειρία του στο περιοδικό “Pif Gadget”, το οποίο ήταν ιδεολογικά κοντά στο Κομμουνιστικό Κόμμα, επιδεινώθηκε όταν ο Hugo Pratt άρχισε να δέχεται εμπόδια και αντιπαραθέσεις λόγω της ιδεολογικής του ελευθερίας, μέχρι που στις αρχές του 1970 επήλθε η οριστική ρήξη, με το περιοδικό να περνά στα χέρια των σκληρών κομματικών ακτιβιστών. Ο Hugo Pratt παραπονέθηκε που έπρεπε να ζει σε έναν κόσμο με τόσο περιορισμένη «πολιτική γεωγραφία» και έτσι εντάχθηκε στην ομάδα “Tin Tin” του Herge. Το 1983 ξεκίνησε η μηνιαία έκδοση του «Corto Maltese», που τον δημιούργησε το 1967, αναμφίβολα τον πιο διάσημο ήρωά του. Το περιοδικό περιείχε επίσης σκίτσα των Crepax, Madaudo και του, Milo Manara. Με την παγκόσμια επιτυχία του Hugo Pratt, ήρθε και η «πολιτική» ερωτοτροπία από την ίδια πλευρά που μέχρι τότε τον περιφρονούσε και τον εμπόδιζε πάντα. Σε αυτούς τους «τελευταίους θαυμαστές», απάντησε: «Αυτή η αντιστροφή της στάσης μου από τους επικριτές μου είναι, για να μην πω τίποτα άλλο, απλοϊκή. Πώς θα μπορούσα να πάρω στα σοβαρά τις απόψεις αυτών των ανθρώπων;» Αυτό συμβαίνει επειδή ο Hugo Pratt ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος που έζησε μια πολύ καλή ζωή εξερευνώντας τον κόσμο, κοιμόταν στο έδαφος, έτρωγε κάθε είδους φαγητό και αγαπούσε γυναίκες από κάθε γωνιά της γης που είχε εξερευνήσει. Ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν ποτέ για την «πολιτική», όντας πολύ απασχολημένος με το να ζει.
Τελικά αποφάσισε να μετακομίσει στην Ελβετία, με τα 35.000 βιβλία του, όπου πέθανε στις 20 Αυγούστου 1995 στη Λωζάνη, έχοντας δίπλα του μερικά από τα παιδιά του. Μετά τον θάνατό του, πολλά από τα υψηλότερα στελέχη της διανόησης προσπάθησαν να του αποδώσουν πολιτικές ταμπέλες. Οι διάφοροι αριστεροί «διαφωτιστες», οι «πολιτικά ορθοί» και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, προσπάθησαν να κατανοήσουν και να ασχοληθούν με κάτι που στην πραγματικότητα, ήταν έτη φωτός μακριά τους. Ήταν αδύνατο να κατανοήσουν τη μαγεμένη και περιπετειώδη ψυχή του ταξιδιώτη, του βάρδου του Roman von Ungern-Sternberg, του «Μαύρου Βαρόνου», του ίδιου μεγάλου ήρωα του, του Corto Maltese, που τον έβαλε να πει σε μια ιστορία: «Δεν είμαι ήρωας, μου αρέσει να ταξιδεύω και δεν μου αρέσουν οι κανόνες, αλλά σέβομαι μόνο έναν: ποτέ μην προδίδεις τους φίλους σου. Έχω ψάξει για πολλούς θησαυρούς χωρίς να βρω ποτέ κανέναν, αλλά πάντα θα συνεχίζω, μπορείς να βασιστείς σε αυτό, λίγο ακόμα πιο πέρα…».

Σε αυτό το σημείο, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Pratt, το 1996, ο Ελβετός συγγραφέας Jean-Jacques Langendorf παρενέβη με αξιοπρέπεια, θέτοντας τέλος σε αυτή την γελοία διαμάχη με τα εξής λόγια: «Καλώς ήρθατε στη διαμάχη για τον Hugo Pratt, ενός φασίστα με ή χωρίς εισαγωγικά, αλλά πάνω απ’ όλα στη διαμάχη για τη φύση του τυχοδιώκτη. Όσο για το σύμπαν του Pratt, είναι ένα σύμπαν τυχοδιωκτών και κατά καιρούς, ηρώων. Στο «Πορτρέτο του Τυχοδιώκτη» του 1950, ο Sartre αντιπαρέβαλε τον τυχοδιώκτη με τον αγωνιστή, αυτόν που αμφισβητεί τον εαυτό του και αυτόν που αφιερώνεται στους άλλους. Στον πρώτο, ο Sartre, ο οποίος τελικά παρέμεινε Προτεστάντης θεολόγος, βλέπει την ενσάρκωση του κακού, στον δεύτερο αυτήν του καλού, στον πρώτο τον «φασίστα» και στον δεύτερο τον «κομμουνιστή». Από αυτή την οπτική γωνία, το έργο του Pratt είναι πραγματικά γεμάτο με «κακούς φασίστες τυχοδιώκτες» και αυτό είναι που το κάνει τόσο ζωντανό. Πράγματι, υπάρχει κάτι πιο βαρετό από το «ηθικό» σύμπαν του μαχητή;»
Εμείς μένουμε στον τεράστιο αυτό δημιουργό που μας ταξίδεψε με τους ήρωες του μακρυά, σε τόπους μαγικούς και παραδοσιακούς. Μένουμε με αυτόν τον δημιουργό, που με την επιρροή του Jean Mabire, έφτιαξε τον Μαύρο Βαρόνο…Και τέλος μένουμε με τον μεγάλο αυτόν Hugo Pratt, που θεωρούσε, όπως όλοι, την Οδύσσεια σαν αρχή όλων, χρησιμοποιώντας τον ομηρικό ήρωα Οδυσσέα σαν πρότυπο για τον δικό του ήρωα, που ταξίδευε μεταξύ μύθου και πραγματικότητας…σε άλλους καιρούς που πλέον έχουν καταπλακωθεί από την παρακμή της Νεωτερικότητας…
πηγή: Σαμουράι της Δύσης
περισσότερα
Ο Αριστερισμός ως δούρειος ίππος της κοινωνικής μηχανικής
του Βαγγέλη Δεμερτζούδη Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παραμύθι, αφέλεια και ανοησία από την πεποίθηση ότι ο Αριστερισμός και η «Αναρχία» λειτουργούν...
Ο MegaDave ανακοίνωσε το τέλος του συγκροτήματος με τελευταίο άλμπουμ και παγκόσμια αποχαιρετιστήρια περιοδεία
Στις 14 Αυγούστου 2025, ο μεγάλος Dave Mustaine ανακοίνωσε συγκινητικά ότι το επερχόμενο στούντιο άλμπουμ των Megadeth, το οποίο αναμένεται...
«Για την επικαιρικότητα του Ελληνικού Εμφυλίου»
του Άγγελου Δημητρίου «’Ο, τι αγαπάς πολύ αυτό απομένει,όλα τ’ άλλα είναι σκουριά»Ezra Pound Ας μην γελιόμαστε. Δεν ήταν πολιτικά...
Όταν η ΕΣΣΔ λογόκρινε τον OZZY
Τι σχέση μπορεί να έχει αλήθεια ένας εμβληματικός τραγουδιστής του Metal με τον Γκόγκολ και πως μπορεί να οδηγήσει έναν...
Νέο 12ο τεύχος, δροσερό και καλοκαιρινό, από την ΑΝΑΚΤΗΣΗ!
Κυκλοφόρησε εν μέσω θέρους το νέο, 12ο τεύχος του περιοδικού Ανάκτηση, του μοναδικού εθνικιστικού περιοδικού που μένει μακρυά από κόμματα...
Ο ναρκισσισμός ως διαταραχή της προσωπικότητας…
γράφει ο Γιώργος Μάστορας Το πρόβλημα του ναρκισσισμού αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα ψυχολογικής υφής. Έχει δε τον χαρακτήρα...