του Aθανάσιου Ακριβούλη*

Από τα τέλη του 16ου αιώνα ως στις αρχές του 17ου αιώνα, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις επιδόθηκαν σε ένα ξέφρενο αγώνα δημιουργίας εμπορικών σταθμών που θα διευκόλυναν το εμπόριο με τις Ινδίες και με την Άπω Ανατολή γενικότερα. Πρωτοπόροι στην δημιουργία εμπορικών σταθμών στην αρχή και στη συνέχεια αποικιών, ήταν δυο κατεξοχήν ναυτικοί και εμπορικοί λαοί, οι Ολλανδοί και οι Πορτογάλοι. Το πιο σημαντικό πέρασμα της εποχής, ελλείψει της διώρυγας του Σουέζ, ήταν το πιο νότιο άκρο της Αφρικής και συγκεκριμένα το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Έτσι οι Ολλανδοί το 1647 θα δημιουργήσουν τον πρώτο εμπορικό σταθμό εκεί που θα μετεξελιχτεί σε επίσημη αποικία το 1652 από την Ολλανδική Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών, που σκοπός ήταν ο ανεφοδιασμός των πλοίων της εταιρείας που ταξίδευαν για τις Ινδίες και την Ινδονησία.
Μεγάλη βαρύτητα έδωσε επίσης η εταιρία Ανατολικών Ινδιών και στην παραγωγή γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων μιας και η περιοχή ήταν ιδανική για καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων και για εκτροφή αιγοπροβάτων και βοοειδών.

Μία σπάνια έγχρωμη φωτογραφία: οι σκληροτράχηλοι Ολλανδοί της Νότιας Αφρικής υπερασπίστηκαν τα δικαιώματα επάνω στην γη που με μόχθο είχαν αξιοποιήσει.


Από τα τέλη του 16ου αιώνα ως στις αρχές του 17ου αιώνα, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις επιδόθηκαν σε ένα ξέφρενο αγώνα δημιουργίας εμπορικών σταθμών που θα διευκόλυναν το εμπόριο με τις Ινδίες και με την Άπω Ανατολή γενικότερα. Πρωτοπόροι στην δημιουργία εμπορικών σταθμών στην αρχή και στη συνέχεια αποικιών, ήταν δυο κατεξοχήν ναυτικοί και εμπορικοί λαοί, οι Ολλανδοί και οι Πορτογάλοι.
Το πιο σημαντικό πέρασμα της εποχής, ελλείψει της διώρυγας του Σουέζ, ήταν το πιο νότιο άκρο της Αφρικής και συγκεκριμένα το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
Έτσι οι Ολλανδοί το 1647 θα δημιουργήσουν τον πρώτο εμπορικό σταθμό εκεί που θα μετεξελιχτεί σε επίσημη αποικία το 1652 από την Ολλανδική Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών, που σκοπός ήταν ο ανεφοδιασμός των πλοίων της εταιρείας που ταξίδευαν για τις Ινδίες και την Ινδονησία. Μεγάλη βαρύτητα έδωσε επίσης η εταιρία Ανατολικών Ινδιών και στην παραγωγή γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων μιας και η περιοχή ήταν ιδανική για καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων και για εκτροφή αιγοπροβάτων και βοοειδών.

Αμέσως ξεκίνησε η εγκατάσταση Ολλανδών αγροτών στη περιοχή του Ακρωτηρίου που ονομάστηκαν Boers από το ολλανδικό Boer (ορθή προφορά μπούρ) που σημαίνει αγρότης. Μέχρι το 1657 είχανε εγκατασταθεί στη περιοχή 46 οικογένειες Ολλανδών Καλβινιστών και μέσα στις επόμενες δεκαετίες ξεκίνησε ο αποικισμός εκτός από Ολλανδούς και από Γερμανούς, Φλαμανδούς, Γάλλους Ουγενότους και από Σκωτσέζους που θέλανε να ξεφύγουνε από θρησκευτικές και πολιτικές διώξεις. Με τον καιρό αυξάνονταν ο πληθυσμός της αποικίας και οι νέοι άποικοι στρέφονταν προς το εσωτερικό της χώρας αναζητώντας νέα βοσκοτόπια και καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Επειδή η γη του Ακρωτηρίου ήταν άδεια από ιθαγενείς -αυτό πρέπει να τονιστεί, ότι οι Μποέρς κατοίκησαν μια παρθένα γη- η εταιρεία διαχείρισης της αποικίας οδηγήθηκε στην εισαγωγή εργατικών χεριών από την Ινδονησία που ήταν ήδη Ολλανδική αποικία. Με το πέρασμα του καιρού όλοι αυτοί οι άποικοι και τα παιδιά τους αρχίζουν να αποκτούν μια δική τους εθνική και πολιτισμική ταυτότητα, να αποκτούν την συνείδηση ότι είναι κάτι ξεχωριστό, να αναπτύσσουν μια δική τους γλώσσα, τα Afrikaans, και να διεκδικούν την αυτονομία τους από τον έλεγχο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Αυτοί οι σκληροτράχηλοι αγρότες που μάθαιναν από μικροί να υποτάσσουν τα στοιχεία της φύσης και να εργάζονται σκληρά, είχαν μια ιδιαίτερη αίσθηση ελευθερίας και όπου εγκαθίσταντο δημιουργούσαν μικρές αυτόνομες κοινότητες που λειτουργούσαν με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας.

Ο βρετανικός παράγοντας και τα γεωοικονομικά συμφέροντα
Αυτός ο περήφανος λαός, ο λαός των Boers με την εμπλοκή της Βρετανίας στα κοινά της αποικίας το 1814 αποφασίζει την μεγάλη φυγή προς το εσωτερικό της χώρας ανάμεσα από τους ποταμούς Βάαλ και Λίμποπο για να αποφύγει τον έλεγχο των Άγγλων. Κάποιοι άλλοι Boers κατευθύνθηκαν προς το Νατάλ καθώς δεν άντεχαν άλλο την Αγγλική φορολογία και την αθρόα εισροή μαύρων που οι Βρετανοί ενθάρρυναν, όπως και Iνδών από την αποικία της Ινδίας. Παρά της συνεχή πίεση της Αγγλίας οι Boers κατάφεραν να δημιουργήσουν μέχρι την δεκαετία του 1850, δυο ανεξάρτητα κράτη, το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης, το 1854, και την Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής, πιο γνωστή ως Τράνσβααλ, το 1857. Τα δυο αυτά αδελφά κράτη των Βοers, είχαν διεθνή αναγνώριση από όλες τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις ακόμα και από την Αγγλία.

Ένοπλοι Boers κατά τον Δεύτερο Πόλεμο εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας


Το 1869 έγινε κάτι που θα αλλάξει τα σχέδια όλων, όπως και τις επεκτατικές βλέψεις της Αγγλίας, και αυτό ήταν η ανακάλυψη χρυσού στο Τράνσβααλ. Αυτή ήταν η αρχή δεινών για τους Μπόερς, που σύντομα έπρεπε να κληθούν να αντιμετωπίσουν την ισχύ της Βρετανικής αυτοκρατορίας σε δυο πολέμους που έμειναν γνωστοί, ως οι πόλεμοι των Boers. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στη νότιο Αφρική είχε ξεκινήσει ένας αγώνας δρόμου από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, για το ποιος θα κυριαρχήσει το νότιο κέρας της Αφρικής μιας και ήταν κομβικό εμπορικό σταυροδρόμι. Οι Γερμανοί είχανε καταλάβει την Ναμίμπια, οι Πορτογάλοι την Αγκόλα και την Μοζαμβίκη, έτσι και οι Βρετανοί επιθυμούσαν διακαώς επέκταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την ανακάλυψη διαμαντιών και χρυσού στις περιοχές των Boers, είναι λογικό να αντιληφθούμε τις προσπάθειες των Άγγλων για να κατακτήσουν τις δημοκρατίες των Boers. Οι προσπάθειες των Βρετανών εντάθηκαν μετά το 1860, στην αρχή με κάποιες στρατιωτικές αψιμαχίες και στην συνέχεια με την διπλωματία και την προσφορά οικονομικών κινήτρων.
Οι Βρετανοί ξεκίνησαν να καταλαμβάνουν εκτάσεις στο Λεσότο και στην περιοχή Griqualand στα νότια των δημοκρατιών των Boers προσπαθώντας να περικυκλώνουν τους Boers. Μάλιστα το 1875 ο κόμης του Carnarvon ως υπουργός αποικιών της Βρετανίας, προσπάθησε να πλησιάσει τα δυο κράτη των Boers παρουσιάζοντας ένα σχέδιο ένωσης των αγγλικών κτήσεων στην νότιο Αφρική με τις δημοκρατίες των Boers, στα πρότυπα της ένωσης του γαλλόφωνου Κεμπέκ και των Αγγλικών αποικιών στον Καναδά.
Κατά την δεκαετία του 1870 οι δημοκρατίες του Τράνσβααλ και της Οράγγης ένιωθαν την πίεση των Βρετανών νότια και δυτικά, και από το βασίλειο των Ζουλού ανατολικά και βόρεια. Γνωρίζανε ότι δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε ένα διμέτωπο αγώνα και έτσι προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο. Οι εξελίξεις έτρεχαν όμως και οι Βρετανοί ορέγονταν τα πλούσια χρυσορυχεία της περιοχής από την μία και από την άλλη οι 40.000 χιλιάδες πολεμιστές των Ζουλού ήταν μια υπολογίσιμη δύναμη. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Boers δίσταζαν να πάρουν τα όπλα έναντι των Άγγλων υπό το φόβο της απειλής και των Ζουλού και προσπάθησαν με διπλωματικά μέσα και με αποστολές αξιωματούχων στο Λονδίνο να έρθουν σε μια συνεννόηση με την Βρετανία. Το 1877 ο Sir Theophilus Shepstone υπουργός τοπικών υποθέσεων της αποικίας του Νατάλ εκδίδει διάταγμα για την προσάρτηση του κράτους του Τράνσβααλ στην Βρετανική Αυτοκρατορία. Οι Boers έκριναν ότι θα έπρεπε προσωρινά να το δεχτούν, αν και με μεγάλη απροθυμία, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αντιδράσουν.

Ο πρώτος πόλεμος των Boers για την ανεξαρτησία από την βρετανική επιρροή (1880-1881)
Η στιγμή ήρθε όταν οι Βρετανοί κυρίευσαν το κράτος των Ζουλού, με μεγάλη δυσκολία βέβαια, και δεχόμενοι επίσης, μια ταπεινωτική ήττα στην Isandlwana. Όταν οι Boers διέγνωσαν ότι ο κίνδυνος των Ζουλού είχε εκλείψει, επαναστάτησαν έναντι των Βρετανών και ξεκίνησε ο πρώτος πόλεμος των Boers που κράτησε από τις 16 Δεκεμβρίου του 1880 ως τις 23 Mαρτίου του 1881.
Το έναυσμα για τον πόλεμο ήρθε όταν ένας Boer ονόματι Piet Bezuidenhout αρνήθηκε να καταβάλει υπερβολικούς φόρους στο Αγγλικό δημόσιο. Οι Βρετανοί κατέσχεσαν τα εμπορεύματα του και την ώρα της κατάσχεσης μια ομάδα από 100 ένοπλους Βoers διέκοψε την κατάσχεση. Έτσι ξεκίνησαν οι αψιμαχίες ένοπλων Boers με τις τοπικές Βρετανικές φρουρές που από την πίεση που δέχονταν, είχαν κλειστεί σε τοπικά φρούρια. Οι δυο αντίπαλοι παρέταξαν στα πεδία της μάχης λιγοστές δυνάμεις, περίπου 7.000 οι Boers και περίπου 2.000 οι Βρετανοί. Οι μάχες ήταν μικρής διάρκειας, μιας και οι Βoers είχαν επιδοθεί σε ένα ανταρτοπόλεμο που είχε γονατίσει τους Βρετανούς.
Ο στρατός των Boers είχε δημιουργηθεί από τις τοπικές πολιτοφυλακές όπου ο καθένας έφερνε μαζί του το δικό του άλογο και το δικό του όπλο. Φορούσαν δε, γκρι πολιτικά ρούχα με καπέλο. Οι αξιωματικοί επιλέγονταν από τους ίδιους τους πολιτοφύλακες και δια βοής εκλέγονταν όσοι θεωρούνταν καλύτεροι. Ο οπλισμός τους ήταν συνήθως κυνηγητικά όπλα. Μερικά όπλα τους ήταν, το Westley Richards, το Martini-Henry, ή το Snider-Enfield, μόνο λίγοι είχαν Winchester ή το ελβετικό Vetterli.
Οι σκληροτράχηλοι αγρότες που ήταν πολύ καλοί σκοπευτές λόγω του κυνηγιού, ταπείνωσαν τον τακτικό στρατό των Βρετανών σε δυο κύριες μάχες, στη μάχη του Laing’s Nek και στο Majuba Hill. Η βρετανική κυβέρνηση, υπό τον πρωθυπουργό William Gladstone που ήταν αρκετά διαλλακτικός, είχε συνειδητοποιήσει ότι οποιαδήποτε περαιτέρω δράση θα απαιτούσε σημαντικές ενισχύσεις των στρατευμάτων, πράγμα που θα οδηγούσε σε ένα μακροχρόνιο και δαπανηρό πόλεμο. Έτσι οι Βρετανοί μετά την Αμερικάνική Επανάσταση χάνουν στο πεδίο της μάχης και κηρύττουν ανακωχή δεχόμενοι την ανεξαρτησία των δυο Boer δημοκρατιών. Η ανακωχή υπογράφτηκε στις 23 Μαρτίου 1881, στο Cottage O’Neil μεταξύ του αντιπροσώπου των Boers Paul Kruger και του Βρετανού Sir Evelyn Wood.

Μνημείο προς τιμή των πεσόντων Boers στη Νότιο Αφρική

Η καταπίεση των Βρετανών οδηγεί στον Δεύτερο Πόλεμο (1899- 1902)
Η ειρήνη ωστόσο δεν θα διαρκούσε πολύ. Οι βρετανοί επιθυμούσαν την ρεβάνς από την ήττα στο Πρώτο Πόλεμο με τους Boers και τα δυο αδελφά κράτη των Boers προετοιμάζονταν για την επόμενη κίνηση των Άγγλων. Η δεκαετία μετά την λήξη του πολέμου, ήταν ένα ξέφρενο κυνήγι για ανακάλυψη χρυσού και διαμαντιών πράγμα που οδήγησε χιλιάδες Βρετανούς μετανάστες και τυχοδιώκτες στα εδάφη του Τράνσβααλ. Η Αγγλία πίεζε την κυβέρνηση της Δημοκρατίας του Τράνσβααλ για απόδοση δικαιώματος ψήφου στους Βρετανούς μετανάστες, κάτι που ο πρόεδρος Κρούγκερ αρνιόταν πεισματικά ξερώντας ότι κάτι τέτοιο θα άλλαζε τις ισορροπίες εντός του κράτους των Boers.
Aπό την άλλη πλευρά οι Βρετανοί, με το πρόσχημα της προστασίας των βρετανικών πληθυσμών εντός του Τράνσβααλ, εποφθαλμιούσαν τα πλούσια κοιτάσματα σε πολύτιμους λίθους. Ο πόλεμος ξεκίνησε με ένα τελεσίγραφο που επέδωσε ο πρόεδρος Κρούγκερ στον Σερ Άλφρεντ Μίλνερ στις 9 Οκτωβρίου 1899 στο οποίο ζητούσε να πάψει η Βρετανία να ανακατεύεται στις εσωτερικές υποθέσεις του Τράνσβααλ. Οι βρετανοί απέρριψαν το τελεσίγραφο και έτσι ξεκίνησαν οι μάχες του Δευτέρου Πολέμου των Boers.
Ο πόλεμος ξεκίνησε επίσημα στις 11 Οκτωβρίου του 1899 και έληξε στις 31 Μαΐου του 1902 με την ενσωμάτωση του Τράνσβααλ και του κράτους της Οράγγης στην Βρετανική αυτοκρατορία. Η διεξαγωγή του πολέμου είχε τρεις φάσεις: Η πρώτη φάση του πολέμου ήταν οι επιθετικές ενέργειες των Boers εντός βρετανικών αποικιακών εδαφών και την πολιορκία πόλεων και φρουρίων, όπως στο Ladysmith, Mafeking και στο Kimberley και μια σειρά στρατηγικών νικών στις μάχες του Colenso, Magersfontein και στο Spionkop. Η δεύτερη φάση του πολέμου περιελάμβανε την ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας των Βρετανών από τον Lord Roberts και την αθρόα εισροή βρετανικών αποικιακών δυνάμεων από Αυστραλία, Καναδά, Ινδία. Οι βρετανικές δυνάμεις πλέον έχοντας τρομερή αριθμητική υπεροπλία ξεκίνησαν τις επιθέσεις έναντι των Boers που είχαν εισβάλει στα αποικιακά εδάφη του Νατάλ και του cape Town, για να ανακουφίσουν τα πολιορκημένα φρούρια. Όταν κατάφεραν και ανάγκασαν τους Boers να οπισθοχωρήσουν και να ελευθερώσουν τα κατεχόμενα εδάφη εισέβαλαν πλέον στο Τράνσβααλ καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Πρετόρια.

Οι εθελοντές στο πλευρό των Boers απέναντι στα εγκλήματα των Βρετανών
Η τρίτη φάση του πολέμου ξεκινά από τον Μάρτιο του 1900 όπου οι Boers ξεκίνησαν έναν τρομερό ανταρτοπόλεμο έναντι των Βρετανών κάνοντας δολιοφθορές σε σταθμούς, τελωνεία και αποθήκες έτσι ώστε να δυσκολέψουν την τροφοδοσία των βρετανικών δυνάμεων. Οι Βρετανοί από την άλλη πλευρά απάντησαν με την τακτική της καμένης γης , καίγοντας και καταστρέφοντας τις φάρμες των Boers και εκτοπίζοντας χιλιάδες γυναικόπαιδα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου βρήκαν τον θάνατο 26.000 άνθρωποι από τις κακουχίες και τον υποσιτισμό. Η Βρετανική Αυτοκρατορία έκανε γενοκτονία στο Τράνσβααλ προσπαθώντας να κάμψει το ηθικό των μαχόμενων Βoers. Φωτογραφίες και άρθρα πλημμύρισαν τον παγκόσμιο τύπο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την συνεχιζόμενη γενοκτονία ενός αγωνιζόμενου λαού. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν εκατοντάδες ευρωπαίους και αμερικάνους να καταταγούν εθελοντικά στα σώματα πολιτοφυλακής και να πολεμήσουν στο πλευρό των Boers.
Oι εθελοντές ήρθαν για να συνεισφέρουν στις 88.000 άνδρες που παρέτασσαν οι Boers, έναντι 347.000 βρετανικών και λοιπών αποικιακών δυνάμεων (Καναδάς, Ινδία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), που παρέτασσε η Μ. Βρετανία. Πάνω από 6.200 εθελοντές κατατάχτηκαν στον στρατό των Boers αλλά δεν μπορούσαν να νικήσουν τα πολυάριθμα Βρετανικά στρατεύματα.

Η παράδοση των Λευκών στην Νότια Αφρική συνεχίζεται έως σήμερα, παρά τις διώξεις που υφίστανται.

Η αναγκαστική συνθηκολόγηση και ο δρόμος προς την ανεξαρτησία
Έτσι στις 31 Μαΐου του 1902 οι Βoers παραδόθηκαν και αποδέχτηκαν την συνθήκη ειρήνης των Βρετανών. Η συνθήκη ειρήνης επικυρώθηκε, μετά από μια έντονα φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα σε κοινή συνεδρίαση των κοινοβουλίων του Τράνσβααλ και της Οράγγης, όπου με πλειοψηφία 54 από τους 60 συνέδρους αποφασίστηκε η αποδοχή της συνθήκης του Vereeniging. Η εν λόγω συνθήκη περιελάμβανε, ότι οι δυο Boer Δημοκρατίες θα ενσωματώνονταν στη Βρετανική Αυτοκρατορία με την υπόσχεση ευρείας αυτονομίας και αυτοδιοίκησης στο μέλλον, κάτι που έγινε πράξη το 1910 με την δημιουργία της Ένωσης της Νοτίου Αφρικής.
Μετά την λήξη του πολέμου οι Boers δεν δέχτηκαν να δώσουν όρκο πίστης στον μονάρχη της Μεγάλης Βρετανίας και συνέχισαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους , πιστοί στα ιδανικά και στις αξίες τους, κόντρα στην βάρβαρη βρετανική εξουσία.
Οι αγώνες τους θα δικαιωθούν το 1961 με την ανεξαρτησία της Ν. Αφρικής από την Αγγλία και την προσπάθεια τους να αποτελούν μια νησίδα ευρωπαϊκού πολιτισμού στην αφρικανική ήπειρο, μια νησίδα που δεν αλλοιώθηκε και δεν ενσωματώθηκε κόντρα σε όλα τα δεδομένα.

Ο Συναγωνιστής Θανάσης Ακριβούλης έφυγε από την ζωή στις 28 Αυγούστου 2017. Όμως με τα κείμενα του θα είναι πάντα κοντά μας κοντά μας

Βιβλιογραφία:
1) Οι πόλεμοι του 20ου αιώνα,
τμήμα Ο Πόλεμος Άγγλων-Μπόερς
2)Hillegas, Howard C. (1900). “Chapter IX – Foreigners in the War”. With the Boer Forces. London: Methuen & Co. p. 257.
3)Speech by the South African ambassador in The Hague on the 31st of May 1938, during the Dutch Remembrance of the Dead-Day of the Second Boer War.
4)Avgustus, Yevgeny (2016). A Russian Fighting for the Boer Cause. Johannesburg: South African Military History Society
5) South African War (British-South African history) – Encyclopedia Britannica.
6) Military History Journal, Vol 11 No 3/4 (October, 1999). Huw M Jones, “Neutrality compromised: Swaziland and the Anglo-Boer War, 1899–1902
7) www.Britishbattles.com

δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος της Ανάκτησης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *